expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Χέρι δεύτερο

Κάτω στο κέντρο υπάρχει ένα μικρό μαγαζάκι. Είναι υπόγειο κι απ’έξω μοιάζει πιο πολύ με κακοσύχναστο τεκέ παρά με «κατάστημα ενδυμάτων» όπως γράφει η ταμπέλα –ξύλινη παρακαλώ, χαραγμένη στο χέρι. Το είχα προσπεράσει δεκάδες φορές χωρίς να του δώσω καμία απολύτως σημασία. Τις λιγοστές φορές που έπεσε η ματιά μου πάνω σ’εκείνη την βαριά σιδερένια πόρτα δεν σκέφτηκα να κατέβω τα δύο σκαλοπάτια και να μπω μέσα, να δω τι μυστικά κρύβει τέλος πάντων αυτό το μαγαζί που έφερνε περισσότερο σ’αρχοντικό της δεκαετίας του ’50 παρά σε μαγαζί. Μια αποφράδα Δευτέρα όμως που ο Απρίλης αποφάσισε να χειμωνιάσει ξαφνικά κι έριχνε μια τρομερή βροχή βρήκα βιαστικά καταφύγιο κάτω απ’το υπόστεγο τούτου του παλιού αρχοντικού. Παράθυρα δεν είχε, ούτε βιτρίνα φυσικά και πολύ αμφέβαλλα ότι εκεί μέσα γίνονταν αθώες συναλλαγές που περιστρέφονταν γύρω από τζιν και δαντέλα,αλλά βλέπεις υπήρχε κι εκείνη η επιγραφή…. Πήρα μια βαθιά ανάσα κι είπα να το παίξω λίγο γενναία και να μπω μέσα. Εξάλλου η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει και χωρίς ομπρέλα ήμουν κολλημένη σ’εκείνο το καταθλιπτικό υπόστεγο. Έσπρωξα την σκαλιστή πόρτα που έτριξε στριγκά και μ’ένα ελαφρύ πηδηματάκι μπήκα μέσα. Ήταν θεοσκότεινα σ’εκείνη την υπόγεια τρύπα και επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μου πήρε λίγη ώρα να συνηθίσω το σκοτάδι και για να λέμε και το στραβού το δίκιο σ’εκείνα τα λιγοστά δευτερόλεπτα σκηνές από διάφορες ταινίες τρόμου που είχα δει περάσαν απ’το μυαλό μου και μου ‘ρθε να το βάλω στα πόδια, αλλά κράτησα χαρακτήρα. Ξαφνικά – και πάνω που είχα αρχίσει να συνηθίζω αυτήν την αέρινη πίσσα- ένα φως άναψε απ’το πουθενά. Κοίταξα γύρω μου σαστισμένη και κόντεψα να πάθω καρδιακό όταν ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο μου. Αυτό ήταν λέω, πάει! Έχετε γεια βρυσούλες τραγουδούσα από μέσα μου καθώς γυρνούσα επιφυλακτικά για να δω τον πιθανό δολοφόνο μου. Αυτό που αντίκρισα όμως απείχε μακράν απ’το το προφίλ του στυγνού εγκληματία.
Μια ηλικιωμένη καλοστεκούμενη μαθουσάλα μου χαμογέλασε γλυκά. «Θέλεις βοήθεια; Οι τιμές αναγράφονται στο καρτελάκι αλλά αν έχεις κάτι ανάλογης αξίας μπορείς να το ανταλλάξεις» Μου είπε κι εγώ την κοίταξα με απορία. «Μα καλά, τι είναι εδώ;» Ρώτησα. Η γραφική γριούλα –που αργότερα έμαθα πως τ’όνομα της είναι Σοφια- μου απάντησε με εξίσου σαστισμένο ύφος «Μαγαζί με ρούχα από δεύτερο χέρι!» Με το που άκουσα την φράση αυτή λες και πήραν μπρος τα γρανάζια του μυαλού μου κι επιτέλους παρατήρησα τις στοίβες ρούχων που με περικύκλωναν.  Ενθουσιασμένη περπάτησα τους διαδρόμους του μαγαζιού αγγίζοντας απαλά πότε μια μεταξωτή φούστα πότε ένα ξεθωριασμένο πουκάμισο  και πότε ένα παλιό δερμάτινο μπουφάν. Σύντομα άρχισα ν’αναρωτιέμαι πως κατέληξαν όλα αυτά τα ρούχα εδώ, παρατημένα σ’αυτήν την υπόγεια χώρα των Θαυμάτων. Όταν ρώτησα την Σοφία εκείνη μου αποκρίθηκε με πολύ φυσικότητα πως οι άνθρωποι πολλές φορές θέλουν να ξεφορτωθούν τις αναμνήσεις τους. Καθώς περιεργαζόμουν τα διάφορα ρούχα σκαρφιζόμουν τις ιστορίες που μπορεί να κρύβονταν πίσω από αυτά. Να, τούτη η στρατιωτική στολή θ’άνηκε σε κάποιον λοχαγό που πέθανε στον πόλεμο κι η γυναίκα του, μην αντέχοντας την θύμηση του χαμένου της έρωτα την ξαπόστηλε εδώ κάτω. Ή ίσως αυτό εδώ το μαύρο δερμάτινο να ήταν ιδιοκτησία κάποιας τρελαμένης που τελικά παράτησε την ροκ ζωή για να δουλέψει στην τράπεζα και τώρα έχει τρία παιδιά με κάποιον που ποτέ της δεν αγάπησε. Τόσες ιστορίες, τόσες σκέψεις, αναμνήσεις, συναισθήματα, όλα κρυμμένα πίσω από κουμπιά και ραφές και φερμουάρ!

Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα κι εγώ τελικά έφυγα χωρίς να αγοράσω τίποτα, γύρισα όμως ξανά με μια σακούλα με τα δικά μου παλιά ή αχρησιμοποίητα ρούχα.  Είχε έρθει η ώρα τους να πουν την δική μου ιστορία σε κάποιον άγνωστο που όμως θα με μάθαινε καλά μέσα απ’τα ριχτά φορέματα και τις φανταχτερές ζώνες.  Κάθε ρούχο έχει ένα παραμύθι να πει, αρκεί να το προσέξεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου