expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Όταν βρέχει

Δεν σας έχω ανάγκη ρε. . Μια χαρά θα την έβγαζα και μόνη μου, με το κρασί μου, την μπαλκονάρα μου και την βροχή. Ταπ ταπ ταπ πάνω στο τζάμι. Κοιτάω έξω απ’το τζάμι και σκέφτομαι –γιατί σκέφτομαι; Δεν θα ‘πρεπε, καταλήγω πάντα με πονοκέφαλο. Ή είναι μήπως εκείνο το μεθύσι που ποτέ δεν τέλειωσε, το μεθύσι που ποτέ δεν θα τελειώσει; Η ζωή μου είναι ένα μεγάλο ποτήρι κι εγώ σαν αλλόκοτη αλκοολική ρουφάω με το καλαμάκι μου και την τελευταία γουλιά,μόνο που ποτέ δεν αδειάζει το ποτήρι, κι όλο γεμίζει, γεμίζει , γεμίζει… Πότε θα τελειώσει; Κουράστηκα. Άλλες φορές με πιάνει ζαλάδα και ναυτία κι αηδία και σας φτύνω όλους γιατί σας σιχαίνομαι κι άλλες πάλι με χτυπάει το κρασί κατακέφαλα κι αγαπώ όλο τον κόσμο, ακόμα και τον ρακένδυτο ρακοσυλλέκτη που βρωμάει κι αυτός μπύρα και απλυσιά και υπόνομο. Αυτόν, αυτόν τον αγαπώ παραπάνω, δεν έχει αυτούς τους  καθωσπρεπισμούς που ‘χετε εσείς ούτε εκείνο το σαρδόνιο χαμόγελο της ικανοποίησης. Ποια ικανοποίηση ρε μαζόχα, που ηδονίζεσαι με τον πόνο σου, και τον πόνο του, και τον πόνο μου; Ευτυχία. Μοιάζει μακρινή, σχεδόν ουτοπική.  Ίσως και να ‘ναι τι να πω, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως είμαι απ’τους ανθρώπους που θα ζήσουν για πάντα σ’αυτην την αιθαλομίχλη  της αηδίας και της αποτυχίας που όμως τελικά μόνο αποτυχία δεν είναι. Δεν βγάζω νόημα, δεν στέκουν αυτά που λέω, είμαι μεθυσμένη και δεν είμαι, είμαι τρελαμένη και δεν είμαι, είμαι καλά και δεν ειμαι, είμαι εδώ και δεν είμαι. Πού είμαι; Μ’έχασα στην στροφή για περιφερειακό εκεί που έτρεχα να πιάσω το κασκόλ που μου χάρισες, θυμάσαι; Σιγά μην θυμάσαι, τις φαντασίας μου ήταν όλα. Με ρωτούσαν όμως, κι εγώ έλεγα –δεν ξέρω αν ήταν από ντροπή ή από χαζομάρα ή από ναρκισσισμό- ότι ναι, «εκείνος μου το χάρισε» Κι όμως εκείνος –εσύ δηλαδή, εσύ είσαι ο εκείνος- ήσουν αστικός μύθος. Ξες, από κείνους που όλοι τους πιστεύουν και τους ψάχνουν και τρελαίνονται γιατί θέλουν να τους αποδείξουν αλλά τελικά όχι, δεν ήσουν ούτε αυτό. Δεν έβαλα καν την κουκούλα μου, βγήκα έτσι, με το σορτσάκι και τ’αμάνικο και τις κάλτσες μέσα από τις παντόφλες. Και το τσιγάρο, μόνιμος κάτοικος του στόματος μου λες κι  είναι οξυγόνο, δεν σβήνει ούτε κάτω απ’την μπόρα. Μαγεμένο τ’άτιμο, δεν θέλει ούτε να σβήσει ούτε να καεί ολοσχερώς θέλει μονάχα να καίει και να πέφτει η  στάχτη του σιγά σιγά, σχεδόν ηδονικά στο χέρι μου. Κι εγώ δεν θα λέω τίποτα, τι να πω; Ίσως κι εγώ καταβάθως να τον γουστάρω τον πόνο, είναι λες και τον αποζητάω. Πάντα θέλω αυτό που δεν μπορώ να έχω, αυτό που δεν γίνεται να ‘ναι δικό μου εξ ορισμού. Κι όμως, δεν πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα; Πρέπει, πως δεν πρέπει. Αλλά δεν είναι θαύματα αυτά, κατάρες είναι απ’τις πιο βαριές. Τα μάτια μου γυαλίζουν σαν διαμαντένιος ουρανός κι αναρωτιέμαι αν ποτέ με κοίταξε κανείς έτσι, μ’εκείνο το απόλυτο βλέμμα έρωτα κι απόγνωσης κι ανάγκης. Μ’είχε ποτέ κανείς άραγε ανάγκη; Εγώ δεν σας έχω ανάγκη, κανέναν σας. Το λέω και το ξαναλέω, το φωνάζω, ουρλιάζω. Κι έπειτα γελάω με την γελοιότητα της κατάστασης. Όλοι ξέρουν ότι λέω ψέματα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου