expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Ύμνος στις εξετάσεις: Αρχαία.

Δεύτερη βδομάδα εξετάσεων και συνεχίζουμε δυναμικά. Δυναμικά τώρα,τρόπος του λέγειν. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή....
Πρώτο μάθημα: αρχαία. Οι μαθητές ξεκινάνε χαλάρα ένα πεντάωρο την ημέρα, οχτώ μέρες πριν μπας και προλάβουν. Τρίωρα στα φροντηστήρια κι άλλες τόσες ώρες κλεισμένος στο δωμάτιο να επαναλαμβάνεις με περισπούδαστο ύφος "λύω λύεις λύει" μέχρι που τελικά υπνωτίζεσαι από την ίδια σου την φωνή και σε παίρνει ο ύπνος πάνω από τις μεταφράσεις. Ξυπνάς στο τσακ πριν έρθει η μανούλα με τον χυμούλη και τα μπισκοτάκια "για να σε βοηθήσουν στο διάβασμα πουλάκι μου." Και φτου ξανά κι απ'την αρχή. Είσαι σίγουρους πως δεν θα  πέσουν τα sos,αλλιώς τι τα δώσαν; Και φτου κι απ'την αρχή το συντακτικό...
Ενώ παράλληλα σε ένα σκοτεινό υπόγειο πίσω από μια δίφυλλη βαριά σιδερένια πόρτα πέντε καθηγητές στέκονται σε σχηματισμό αστεριού. Στην κορυφή φυσικά ο παλαιότερος, πιο πεπειραμένος, και πιο κοντά στην σύνταξη. Αυτός που επέμενε να φτάσουν τον Θουκυδίδη μέχρι τος 83 κι ας είχαν οι μαθητές την ίδια εποχή πτυχία ξενόγλωσσα.Ο ίδιος που έβαλε απροειδοποίητο test στα συνηρημένα β' τάξης και μέχρι και ο απουσιολόγος έγραψε 12. Η μπάσα φωνή του αρχηγού κάνει το φως απ'το μοναδικό κερί να τρεμοσβήνει. "Φέρατε τα sos?" Ρωτάει. Τέσσερα κεφάλια κουνιούνται συγκαταβατικά, τέσσερα ζευγάρια χέρια βγάζουν βιαστικά φωτοτυπίες από τσάντες τσαντάκια και τσέπες και τέσσερα ζευγάρια μάτια μένουν χαμηλωμένα καθώς ο αρχηγός παραλαμβάνει τα sos.
Αφού τα μελετήσει για ένα δίλεπτο κοιτάει τους όμοιους του και ένα σαρδόνιο χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του. Γυρνά προς μια κοκκινομάλλα ακόλουθο, φοιτήτρια του φιλοσοφικού. "Φέρε την θυσία."  Το κορίτσι έντρομο τρέχει και γυρίζει κουβαλώντας  τον κατάλογο ανωμάλων ρημάτων. Οι πέντε καθηγητές ανάβουν από ένα σπίρτο και καίνε το βιβλίο ευλαβικά.
Ύστερα ο αρχηγός πιάνει τα sos στα χέρια του. Με απότομες κινήσεις και ένα σατανικό γέλιο (τύπου μουαχαχαχαχα) κάνει χίλια κομμάτια το Ευαγγέλιο των μαθητών. Όταν περάσει ο παροξυσμός του γέλιου κοιτά τους υπόλοιπους καθηγητές. "Ξέρετε τι δεν θα βάλουμε..." Ψιθυρίζει και εξαφανίζεται σε μια δίνη μωβ καπνού. Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι κοιτιούνται για λίγο, γνέφουν, κι ύστερα μ'ένα νεύμα εξαφανίζονται. Η φοιτήτρια φυσάει το κερί και το σκοτεινό υπόγειο, γνωστό και ως αίθουσα των καθηγητών, βυθίζεται στο σκοτάδι.
...Και λίγα λεπτά πριν μοιραστούν τα θέματα ο αρχηγός μουρμουρίζει "οιμώζετε.."

*Το παρών προϊόν δεν έχει σκοπό να προσβάλει κανέναν. Προφανώς και οι καθηγητές μας μας αγαπάνε και κάνουν ο,τι καλύτερο μπορούνε για εμάς. Οι περισσότεροι τουλάχιστον... 

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Εμείς του υπερθετικού.

Μ'αρέσει τα πράγματα να τα ζω στον υπερθετικό βαθμό. Κι ας ξέρω ότι θα πονέσω, θα σπάσω, θα γίνω χίλια κομμάτια. Δεν με νοιάζει, ποτέ δεν με ένοιαζε. Στο κάτω κάτω, όλα τα άλλα μου φαίνονται λίγα κι είμαι πολύ ασυμβίβαστη  για να βολευτώ με οτιδήποτε λιγότερο. Τι θα λέμε ρε όταν μαζευόμαστε η γνωστή παρέα στο στέκι; Ότι δεν έχουμε εμπειρίες και αναμνήσεις γιατί φοβηθήκαμε να ζήσουμε; Να μην πληγωθώ, να μην με ρίξουν, να μην χαλάσει η εικόνα μου, να μην αλλάξει η γνώμη τους, να μην χάσω την καλή μου θέση, να μην με κοιτάνε με μισό μάτι , να μην μιλάνε πίσω απ'την πλάτη μου να να να... Όχι. Αφέσου,αφέσου λέω πάντα στον εαυτό μου. Κι αν πέσω και φάω τα μούτρα μου; Θα ξανασηκωθείς, εξάλλου είναι ήδη καλός φίλος το πάτωμα. Κι αν δεν μπορώ μόνη; Θα έρθουν άλλοι και θα σε σηκώσουν με το ζόρι. Κι αν δεν έρθουν, αν μείνω μόνη; Θα έρθουν.
Δεν έχει νοστιμάδα η ζωή αν δεν τα ζεις όλα στα άκρα. Τους έρωτες, τα ξενύχτια, τις απογοητεύσεις, τις στεναχώριες, τις χαρές, τα γέλια. Στην τελική ναι, θέλω να κάνω 'ζωάρα' και ναι, για να κάνει κανείς ζωάρα θέλει να τα ζεις όλα ανεξάρτητα απ'το πόσο καλά ή κακά είναι. Άσε το μπλαζέ υφάκι χιλίων καρδιναλίων, και ρίξε λίγο τα τείχη που έχτισες γύρω σου με τόση προσοχή. Άσε έναν άνθρωπο να μπει, να σε γνωρίσει, να σε μάθει, να σε δει. Να δει ποια είσαι στ'αλήθεια κι άστον μετά να αποφασίσει αν του αρέσεις ή όχι. Αν προτιμά το είδωλο που με τόση μαεστρία παριστάνει εσένα αλλά δεν είναι εσύ τότε δεν άξιζε κοριτσάκι μου. Οι ψεύτικοι άνθρωποι πάντα θα διαλέγουν τις φτηνές απομιμήσεις του εαυτού σου. Εμείς όμως του υπερθετικού προτιμάμε το πρωτότυπο κι ας είναι κουρελιασμένο και μισοσπασμένο από την χρήση. Δεν έχει σημασία, είναι αληθινό.
. Μπλέξε με θρησκόληπτους που θα σου μιλάνε για το μεγαλείο του Θεού και με άθεους που θα συγκρίνουν τα μάτια σου με τον γαλαξία.  Με μαθηματικούς που θα γράφουν θεωρήματα για να υπολογίζουν τους χτύπους της καρδιάς σου όταν σ'έχουν αγκαλιά και φιλολόγους που θα σου διαβάζουν Ρίτσο όταν έχει πανσέληνο. Πιάσε φιλίες με την τρελή που ταΐζει τις γάτες όλης της περιοχής και στα γενέθλια της πάρτης δέκα κιλά γατο τροφή. Μάθε επιτέλους πως λένε τον παππού που κάθεται δίπλα σου κάθε μέρα στο λεωφορείο και ρώτα αν ήταν στρατηγός για να σου φύγει η απορία. Βγες όταν σου λένε να μείνεις μέσα. Κλείσε όλα τα παράθυρα και πιες ό,τι βρεις μπροστά σου ενώ η παρέα σε περιμένει. Πάρτον δέκα τηλέφωνα απλά για να του πεις πως σου έλειψε και όταν έρθει να σε δει άστον να περιμένει. Γράψε γαμάτα σε όλα τα μαθήματα και μετά κάψε όλα σου τα βιβλία με σαδιστικό χαμόγελο. Ζήσε τα πάντα στο μέγιστο, και ξέχνα ο,τι ξέρεις για τα video games. Στην καθημερινότητα restart δεν έχει, ούτε έξτρα ζωές. Ο,τι πρόλαβες πρόλαβες κοριτσάκι μου. Κι αν στο τέλος μετρήσεις τις στιγμές σου και σου βγούν λειψές να ξέρεις πως δεν φταίει κανείς άλλος, μονάχα εσύ.
Εσύ που δείλιασες.
Εσύ που δεν τόλμησες
Εσύ που συμβιβάστηκες
Εσύ που δεν προσπάθησες
Εσύ που είπες 'δε γαμιέται' και έκλεισες το τηλέφωνο.
Μην ψάχνεις γύρω γύρω να βρεις τον ένοχο γιατί ο δικός σου καθωσπρεπισμός και η δηθενιά της κοινωνίας σ'έφαγαν. Μην τους αφήσεις. Τα καλύτερα χρόνια είναι τώρα, μην τ'αφήνεις να περνάνε όντας θεατής. Βούτα στα βαθιά και κολύμπα όσο καλύτερα μπορείς, Εξάλλου οι καλοί ναυτικοί απ'΄τις φουρτούνες βγήκανε. 

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Sorry for the inconvenience

Στερεότυπα. Σε κανέναν δεν αρέσουν, είναι πλασμένος απ'την φύση του ο άνθρωπος να παριστάνει πως αντιπαθεί οτιδήποτε τον μαζικοποιεί. Ναι, είναι αλήθεια τα στερεότυπα και τα "σιχαινόμαστε" και τα απορρίπτουμε όχι όμως γιατί είμαστε ουμανιστές μέχρι το κόκαλο και πρεσβεύουμε αξίες όπως η αποδοχή της διαφορετικότητας και της μοναδικής ιδιοσυγκρασίας του καθένα. Ο λόγος είναι άλλος και πολύ πιο εγωκεντρικός θα έλεγα. Αφορίζουμε τα στερεότυπα γιατί όταν μας κατηγοριοποιούν  και μας κολλάνε ετικέτες παύουμε να είμαστε οι μοναδικοί, οι ανεπανάληπτοι, οι ξεχωριστοί, οι καλύτεροι, οι "special" όπως τόσο πειστικά μας έλεγε τόσα χρόνια η μανούλα μας!

Ούτε κι εμένα μ'αρέσουν τα στερεότυπα ( αντιδραστική μέχρις αηδίας) και για αυτό δεν  ευθύνονται ούτε η κοινωνική μου ευαισθησία ούτε η ηρωική Ελληνίδα μάνα που μέχρι και σήμερα προσπαθεί να με πείσει ότι είμαι δυο μέτρα γυναίκα. Κύριος υπαίτιος αυτής της αποστροφής είναι η διχασμένη ( ή ίσως και πολυχασμένη) μου προσωπικότητα που δεν μου επιτρέπει να καταταγώ κι εγώ σαν ευυπόληπτος πολίτης σε μια κατηγοριούλα!  Γιατί μην γελιέστε,κατηγοριούλες είναι και μάλιστα Β' θέσης. Πίσω στο θέμα όμως. Άλλοτε θα με δεις να κυκλοφορώ στην τρίχα, να διαβάζω ροζ άρλεκιν και να πίνω καφέ στην παραλιακή κι άλλοτε να κυκλοφορώ αχτένιστη με διαφορετικές κάλτσες και σκισμένα παπούτσια και ν'αράζω στον πιο απόμακρο τεκέ. Γι'αυτό δεν μ'αρέσουν τα στερεότυπα, γιατί δεν χωράω πουθενά. Όσο customizing κι αν κάνω στις ταμπελίτσες καταλήγω χωρίς κλίκα κάνοντας έτσι την ζωή σας δύσκολη που δεν ξέρετε που να με βάλετε βρε αδερφέ! Μην σας απασχολώ, εγώ έτσι κι αλλιώς το 'χω πάρει απόφαση πως πάντα κάπως θα περισσεύω κι ίσως το γουστάρω και λίγο! Μπείτε ο καθένας στην σειρά του, κάντε τσεκ-ιν και βουρ για την ταμπελοχώρα!

Οι υπόλοιποι θα πάνε να χωθούμε σε καμία ουτοπία και θα φροντίσουμε να 'χει συνέχεια βροχή -μην έρθετε, χαλάει το μαλλί! Α και, sorry for the inconvenience!

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Όταν βρέχει

Δεν σας έχω ανάγκη ρε. . Μια χαρά θα την έβγαζα και μόνη μου, με το κρασί μου, την μπαλκονάρα μου και την βροχή. Ταπ ταπ ταπ πάνω στο τζάμι. Κοιτάω έξω απ’το τζάμι και σκέφτομαι –γιατί σκέφτομαι; Δεν θα ‘πρεπε, καταλήγω πάντα με πονοκέφαλο. Ή είναι μήπως εκείνο το μεθύσι που ποτέ δεν τέλειωσε, το μεθύσι που ποτέ δεν θα τελειώσει; Η ζωή μου είναι ένα μεγάλο ποτήρι κι εγώ σαν αλλόκοτη αλκοολική ρουφάω με το καλαμάκι μου και την τελευταία γουλιά,μόνο που ποτέ δεν αδειάζει το ποτήρι, κι όλο γεμίζει, γεμίζει , γεμίζει… Πότε θα τελειώσει; Κουράστηκα. Άλλες φορές με πιάνει ζαλάδα και ναυτία κι αηδία και σας φτύνω όλους γιατί σας σιχαίνομαι κι άλλες πάλι με χτυπάει το κρασί κατακέφαλα κι αγαπώ όλο τον κόσμο, ακόμα και τον ρακένδυτο ρακοσυλλέκτη που βρωμάει κι αυτός μπύρα και απλυσιά και υπόνομο. Αυτόν, αυτόν τον αγαπώ παραπάνω, δεν έχει αυτούς τους  καθωσπρεπισμούς που ‘χετε εσείς ούτε εκείνο το σαρδόνιο χαμόγελο της ικανοποίησης. Ποια ικανοποίηση ρε μαζόχα, που ηδονίζεσαι με τον πόνο σου, και τον πόνο του, και τον πόνο μου; Ευτυχία. Μοιάζει μακρινή, σχεδόν ουτοπική.  Ίσως και να ‘ναι τι να πω, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως είμαι απ’τους ανθρώπους που θα ζήσουν για πάντα σ’αυτην την αιθαλομίχλη  της αηδίας και της αποτυχίας που όμως τελικά μόνο αποτυχία δεν είναι. Δεν βγάζω νόημα, δεν στέκουν αυτά που λέω, είμαι μεθυσμένη και δεν είμαι, είμαι τρελαμένη και δεν είμαι, είμαι καλά και δεν ειμαι, είμαι εδώ και δεν είμαι. Πού είμαι; Μ’έχασα στην στροφή για περιφερειακό εκεί που έτρεχα να πιάσω το κασκόλ που μου χάρισες, θυμάσαι; Σιγά μην θυμάσαι, τις φαντασίας μου ήταν όλα. Με ρωτούσαν όμως, κι εγώ έλεγα –δεν ξέρω αν ήταν από ντροπή ή από χαζομάρα ή από ναρκισσισμό- ότι ναι, «εκείνος μου το χάρισε» Κι όμως εκείνος –εσύ δηλαδή, εσύ είσαι ο εκείνος- ήσουν αστικός μύθος. Ξες, από κείνους που όλοι τους πιστεύουν και τους ψάχνουν και τρελαίνονται γιατί θέλουν να τους αποδείξουν αλλά τελικά όχι, δεν ήσουν ούτε αυτό. Δεν έβαλα καν την κουκούλα μου, βγήκα έτσι, με το σορτσάκι και τ’αμάνικο και τις κάλτσες μέσα από τις παντόφλες. Και το τσιγάρο, μόνιμος κάτοικος του στόματος μου λες κι  είναι οξυγόνο, δεν σβήνει ούτε κάτω απ’την μπόρα. Μαγεμένο τ’άτιμο, δεν θέλει ούτε να σβήσει ούτε να καεί ολοσχερώς θέλει μονάχα να καίει και να πέφτει η  στάχτη του σιγά σιγά, σχεδόν ηδονικά στο χέρι μου. Κι εγώ δεν θα λέω τίποτα, τι να πω; Ίσως κι εγώ καταβάθως να τον γουστάρω τον πόνο, είναι λες και τον αποζητάω. Πάντα θέλω αυτό που δεν μπορώ να έχω, αυτό που δεν γίνεται να ‘ναι δικό μου εξ ορισμού. Κι όμως, δεν πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα; Πρέπει, πως δεν πρέπει. Αλλά δεν είναι θαύματα αυτά, κατάρες είναι απ’τις πιο βαριές. Τα μάτια μου γυαλίζουν σαν διαμαντένιος ουρανός κι αναρωτιέμαι αν ποτέ με κοίταξε κανείς έτσι, μ’εκείνο το απόλυτο βλέμμα έρωτα κι απόγνωσης κι ανάγκης. Μ’είχε ποτέ κανείς άραγε ανάγκη; Εγώ δεν σας έχω ανάγκη, κανέναν σας. Το λέω και το ξαναλέω, το φωνάζω, ουρλιάζω. Κι έπειτα γελάω με την γελοιότητα της κατάστασης. Όλοι ξέρουν ότι λέω ψέματα.