expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Όταν η Ευρώπη ερωτεύτηκε τον Βαρουφάκη

Χάος. Χρεοκοπία. Πανικός. Πτώχευση.Γυρνάμε στην δραχμή,βγαίνουμε από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ένωση,επιτίθενται στην Ελλάδα εξωγήινοι και η Μαντόνα αποκτά ρυτίδες. Με λίγα λόγια, το τέλος του κόσμου.  Ή μήπως όχι; Η τηλεόραση μεταδίδει σε επανάληψη σενάρια καταστροφολογίας και οι δημοσιογράφοι πανικόβλητοι μαζεύουν δηλώσεις από την κυρά Νίτσα που στήθηκε στο ΑΤΜ από της 6 το πρωί και φωνάζει "την σύνταξη κοκόνα μου, την σύνταξηη!" Εγώ παρόλα αυτά έκανα τα μαλλιά μου κοτσιδάκια, πήρα  αγκαλιά μια σακούλα γαλακτοφέτες (γιατί καλοκαίρι έχουμε,κορμί πρέπει να χτίσω!) και άρχισα να αναπολώ από το μπαλκόνι μου άλλες εποχές,ένδοξες! Τότε που η Ευρώπη ήταν ερωτευμένη με τον Βαρουφάκη....
(ονειρική μουσική παίζει στο βάθος)

Μια ωραία πρωία η δεσποινίς Ευρώπη που έκανε διακοπές στην χώρα μας  φόρεσε το καλό της το ταγέρ (από το Μιλάνο παρακαλώ!) έβγαλε τα ρολά απ'τα μαλλιά της και αφού έβαλε μπόλικο κόκκινο κραγιόν βγήκε μια βολτίτσα να πάρει τον αέρα της. Εκεί που σουλάτσαρε πάνω-κάτω την παραλιακή τσουπ ένα τρελός παραλίγο να την πατήσει με το ποδήλατο. Έξαλλη αυτή στρώνει το μαλλί που το φύσηξε λίγο άνεμος και γύρισε να κατσαδιάσει τον απρόσεκτο ποδηλάτη. Αυτό που αντίκρισε όμως ήταν too good to be true που λέμε! Ψήλος, αρρενωπός, με την φαλάκρα να γυαλίζει σαν καθρέφτης κάτω απ'τον καταγάλανο ουρανό ελληνικό ουρανό ήταν ο άντρας των ονείρων της. "My name is Varoufakis. Yianis Varoufakis." Της είπε ο μορφονιός και ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Τον πήρε τελικά η Ευρώπη και τον αέρα και τον Βαρουφάκη.

Γύρισε που λέτε μετά από τις διακοπές της άλλος άνθρωπος! Πέταξε ταγιέρ,κραγιόν και λοιπά θείτσικα και κυκλοφορούσε μόνο με παραδοσιακή ηπειρώτικη φορεσιά. Έκαναν αμάν και τι να την γνωρίσουν οι κολλητές της η Γερμανία, η Αυστρία και η Ιταλία όταν συναντήθηκαν για καφέ στο Παρίσι, Με το που έμαθαν για τον παράφορο έρωτα της με τον Γιάνη μας σεληνιάστηκαν και αποφάσισαν να την λογικέψουν. Κι εκεί που η Ευρώπη μας ρουφούσε τον φραπέ της με τουπέ κι έπαιζε διαδικτυακό τάβλι της πέταξε η Ιταλία την πρώτη βόμβα. "Βρε Ευρώπη μου, δεν είναι λίγο ε...μπανάλ για εσένα;" Είπε δειλά δειλά αλλά γύρισε στον εσπρέσο της μετά την δολοφονική ματιά της Ευρώπης.
 Η συζήτηση γύρω από τα προσόντα του Γιάνη φούντωνε όσο περνούσε η ώρα. "Ε μα δεν είναι δυνατόν! Μα με αυτόν τον χωριάτη ρε; Την έχεις δει την αδερφή του την Ελλάδα; Ε; Την έχεις δει; Ένα παρτάλι είναι!" Ξέσπασε ασυγκράτητη η Αυστρία μα η Ευρώπη αμετάπειστη. Η Γερμανία σιωπηλή παρακολουθούσε τις φίλες της να προσπαθούν μάταια να αλλάξουν μυαλά στην ερωτοχτυπημένη μας ηρωίδα ώσπου το λευκό της προσωπάκι κοκκίνισε. Τίναξε το ξανθό μαλλί, έστρωσε την κάλτσα μέσα από το πέδιλο και ξέσπασε. "Ε ως εδώ και μη παρέκει! Μα καλά, είναι δυνατόν; Που τον βρήκες αυτόν από το Γκρέχελαντ μου λες;;; Και η αδερφή του η Ελλάδα είναι μια τεμπέλα, όλο κάθεται και γλεντάει κι όλο δανεικά κι αγύριστα! Κι αυτός τέτοιος θα 'ναι να μου το θυμηθείς! Λες και δεν έχουμε εμείς δικά μας παιδιά να σου γνωρίσουμε..." Είπε η Γερμανία και κοίταξε με νόημα την Αυστρία, αναφερόμενη στον αδερφό της τον Σόιμπλε. "Ε τα παραλές..." Ξεκίνησε να λέει η Ιταλία μα η Ευρώπη χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και σώπασαν όλοι. "Α,να σας πω! Φτάνει πια! Καταρχήν δεν μπορείτε να με κουμαντάρετε μια ζωή! Καταδεύτερον μην ξεχνάτε ότι είμαι η μεγαλύτερη -κι ας είμαι φρεσκαδούρα- και έχω περισσότερη πείρα από εσάς! Αυτόν θέλω,αυτόν θέλω,αυτόν θέλω!" Φώναξε και έφυγε φουριόζα.
Οι τρεις φίλες έμειναν να κοιτάζονται ώσπου τον λόγο πήρε η Γερμανία. "Κορίτσια τι λέτε,πάμε για κάνα μπανάκι στην Σαντορίνη;" Πρότεινε και οι άλλες δύο κούνησαν συγκαταβατικά το κεφάλι και σε χρόνο dt λιάζονταν στις ελληνικές παραλίες.

Αχ...ωραίες εποχές! Μοιραίος έρωτας σας λέω η Ευρώπη και ο Βαρουφάκης. Παντρεύτηκαν σε ένα μήνα και πήγαν μήνα του μέλιτος σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες. Δυστυχώς όμως λίγο που η μάνα της Ευρώπης ήταν κακιά πεθερά, λίγο αυτός ο Σόιμπλε που όλο την πολιορκούσε την καημένη χάλασε ο γάμος. Θρήνος κατέκλυσε τις ελληνικές πόλεις καθώς οι Έλληνες πολίτες πίστεψαν πως έμειναν πια μόνοι. Αυτό που δεν ήξεραν όμως ήταν ότι η Ελλάδα χώθηκε στην βαλίτσα του Γιάννη και κρυφά ταξίδεψε κι αυτή μαζί του. Έτσι απέκτησε φίλους στην Μαδρίτη,στην Ρώμη, στο Λονδίνο, ακόμα και στις Βρυξέλλες. Τέτοιο ωραίο κορίτσι βρε θα το άφηναν μόνο;
Τέλος πάντων εγώ γυρνάω στην πραγματικότητα μου με τις κλειστές τράπεζες, τις θεωρίες, τα ναι και τα όχι και τις επικές μάχες έξω απο τα ΑΤΜ ανάμεσα σε γριές που ουρλιάζουν ότι έρχεται δεύτερη γερμανική κατοχή. Θαύμα που μέσα σε όλα αυτά κατάφερα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Πρέπει να είμαι παντελώς αναίσθητη και να μην ενδιαφέρομαι καθόλου για την χώρα μου, τελείως στην κοσμάρα μου σας λέω. Ή απλά έκλεισα την τηλεόραση.

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Ένας λαβύρινθος διαφορετικός απ'τους άλλους

Ξύπνησα απότομα, λες και κάποιος με τράβηξε έξω από ένα όνειρο που όμως δεν ονειρεύτηκα ποτέ. Πέτρινα τοιχώματα παντού κι εγώ έγκλειστη ανάμεσα τους. Ο λαβύρινθος γύρω μου όλο έστριβε κι όλο υψώνονταν οι τοίχοι του ως τείχη απροσπέραστα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου μια και δυο και τρεις και δεκατρείς φορές όμως τίποτα δεν άλλαξε. Όχι, όχι δεν μου συνέβει αυτό εμένα. Αν κλείσω τα μάτια,τα αυτιά, το στόμα και δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλώ, ίσως γυρίσω πίσω. Να κάνω την κουφή, την τυφλή, την μουγκή. Έτσι κι έκανα λοιπόν. Προσποιήθηκα πως δεν υπάρχω για τρεις ανατολές και μια μονάχα δύση γιατί ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά εκεί μέσα κι οι ήλιοι ήταν πολύ. Έκανα όμως το τίποτα τόσο καλά. Μαζεύτηκαν όλα τα φώτα της γης πάνω απ'τον στερνό μου τον λαβύρινθο και με θαύμαζαν, τόσο πειστική ήμουν.
Βολεύτηκα να σας πω εκεί μέσα,στο μικρό μου βασίλειο
Πήρα ξύλα -δεν ξέρω από που- κι έχτισα -δε ξέρω πως- ένα μικρό καλύβι. Μια νεράιδα όμως με είδε και της άρεσε, και μ'έπεισε πως το καλύβι μου είναι παλάτι και που θα βρω καλύτερα; Δεν υπάρχει καλύτερα για μένα. Κι έγινα φίλη με την νεράιδα -ή μήπως ήταν μάγισσα κακιά; Κυνηγούσαμε κάθε πρωί δροσοσταλίδες απ'τα φυτά του λαβυρίνθου και παίζαμε κρυφτό. Πάντα με έβρισκε όμως. Δε ξέρω πως,δεν μπορούσα να της ξεφύγω όσο καλά κι αν κρυβόμουν. Κι ήταν τόσο όμορφα εκεί μέσα, έμοιαζε με παράδεισο. Τόσο πολύ με ζάλιζε ετούτη η μάγισσα που ξέχασα τα λαγκάδια και τα κρεβάτια που άφησα πίσω μου, τις αγκαλιές που με περίμεναν πίσω στο σπίτι και τις φωνές που με καλούσαν, που παρακαλούσαν να γυρίσω πίσω. Τυφλή,κουφή,μουγκή. Δεν τους έβλεπα που με χαιρετούσαν έξω απ'τον λαβύρινθο, δεν άκουγα που με φωνάζουν, δεν είχα φωνή να απαντήσω.
Δεν ξέρω πόσο καιρό έμεινα εκεί μέσα,υπνωτισμένη απ΄τις μυρωδιές και τις υποσχέσεις τις νεράιδας.
Δεν ξέρω τι άλλαξε.
Ξέρω μόνο πως μια μέρα κατάλαβα. Κατάλαβα πως δεν ήταν δροσοσταλίδες αυτά που μαζεύαμε αλλά δάκρυα για όνειρα κατεστραμμένα. Δεν παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό ήταν κι ο χαμένος κάθε φορά έδινε ένα κομμάτι απ'τον εαυτό του. Τρομαγμένη πήρα χαμπάρι πως είχα μείνει μισή (και κάτι λιγότερο). Είχα γίνει σχεδόν διάφανη και ξεχασμένη. Είδα πέρα απ'τους τοίχους,στον λόφο. Που ήταν όλοι αυτοί που με περίμεναν; Μια χούφτα άνθρωποι μείναν πια. Ήθελα να τους φωνάξω, να πηδήξω, να με δούνε, να τους δω. Να με βγάλουν από εδώ μέσα, δεν μ'άρεζε πια το παιχνίδι με την νεράιδα – μάγισσα ήταν τελικά. Όμως η άτιμη πάνω στο κυνηγητό είχε κλέψει την φωνή μου κι κόντευα πια να εξαφανιστώ. Πήγα να της μιλήσω,είπα δεν μπορεί θα καταλάβει. “Γιατί;” την ρώτησα. “Γιατί μου το κάνεις αυτό; τι θέλεις από εμένα; Δε βλέπεις πως για χάρη σου κοντεύω να χαθώ; Να γίνω τίποτα; Δες πόσοι άνθρωποι με ξέγραψαν ήδη εξαιτίας σου.” Όπως μάλλον καταλάβατε, δεν πήρα την απάντηση που περίμενα. Δεν έδειξε ούτε κατανόηση ούτε συμπόνια η καταραμένη εκείνη μάγισσα. Μόνο θύμωσε, θύμωσε πολύ κι έγινε Μινώταυρος που μου φράξε τον δρόμο κι ήθελε να με καταβροχθήσει.
Χαμός έγινε εκεί μέσα. Όσο εγώ προσπαθούσα να βρώ τον δρόμο της επιστροφής είδα κι άλλους πολλούς. Άλλοι έμπαιναν και μπερδεύονταν όπως εγώ στην αρχή, μα βρίσκαν τον δρόμο της επιστροφής. Άλλοι διάλεξαν να μείνουν εκεί μέσα για πάντα. Κι άλλοι,λιγότερο τυχεροί, ξύπνησαν την οργή του Μινώταυρου και τους έκανε μια χαψιά. Εγώ πάντως την γλίτωσα.
Βγήκα απ'τον λαβύρινθο όπως χιλιάδες πριν από εμένα. Είναι ομως ακόμα κόσμος και κοσμάκης εκεί μέσα, ο καθένας απομονωμένος στον δικό του λαβύρινθου που όσο περνάει ο καιρός μοιάζει λιγότερο με παράδεισο και περισσότερο με κόλαση.
Αν έχεις συναντήσει την νεράιδα και όμως είσαι εδώ, είσαι ένας απόγονος του Θησέα
Αν δεν βρήκες άκρη ακόμα μην ανησυχείς κι άμα χρειαστείς βοήθεια υπάρχουν πολλές Αριάδνες εκεί έξω. (μπορεί να τους βρεις και σε γένος αρσενικό,ποτέ δεν ξες)
Αν πάλι δεν κατάλαβες Χριστό από τα παραπάνω, σε μπέρδεψαν όλα αυτά για νεράιδες-μάγισσες, λαβυρίνθους και Μινωταύρους είσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος και μπράβο σου!

Κι ένα μπράβο στον άνθρωπο που 'ταν για μένα ο μίτος που με οδήγησε πίσω στο σπίτι.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Ύμνος στις εξετάσεις vol2 : "Star Wars II: Η εξίσωση αχ+β"

Και κάπου στην μέση των εξετάσεων,πάνω που μπήκαν οι μαθητές σε ένα πρόγραμμα, έρχεται η αγαπητή άλγεβρα. Κάτσε,τι πάει να πει σε τρεις μέρες γράφω άλγεβρα; Πανικός. Μικροί παταγουάν καλούν απελπισμένοι καθηγητές άλγεβρας, τηλεφωνούν στα φροντητήρια και ξενυχτάν πάνω από τις συναρτήσεις μπα και γράψουν κάτι. Meanwhile,in outter space

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Τα παιδιά που μεγάλωσαν απότομα.

 Η σημερινή κοινωνία με 'κανε να νιώθω επιτακτική την ανάγκη να πάψω να 'μαι 'κοριτσάκι' και να γίνω 'γυναίκα' από τα 14, λες και κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Λες και θα 'ταν τέτοιο έγκλημα το να μείνω μικρή για λίγο ακόμα, πραγματικά μικρή. Ωρίμασα με το χτύπημα της οικονομικής κρίσης στην πόρτα μου. Με τα δελτία ειδήσεων των 8 να προβάλουν σενάρια καταστροφολογίας. Μ'έναν δήθεν έρωτα που στράβωσε, μια φίλη που έφυγε, έναν καυγά. Θα μου πεις, φυσιολογικότατα όλα αυτά και θα συμφωνήσω και με το παραπάνω. Δεν θα ήθελα να φτάσω τα δεκαπέντε και να μην ξέρω τι θα πει κακία και εκμετάλλευση. Να είναι ο φτώχεια και η στέρηση λέξεις ανύπαρκτες στο λεξιλόγιο μου, στην επεξήγηση τους να υπάρχει μονάχα ένα ερωτηματικό. Δεν ωριμάζουν όμως έτσι τα παιδιά πλέον. Μεγαλώνουν με το ζόρι, βιώνοντας εμπειρίες που δεν αρμόζουν ούτε σε ενήλικες πόσο μάλλον σε παιδιά της ηλικίας τους. 
 Είναι χιλιάδες παιδιά σ'όλον τον κόσμο. Είναι τα παιδιά στην Παλαιστίνη που στα οκτώ τους μάθανε τον πόλεμο. Τα παιδιά που τους κλέψανε τα όνειρα. Ήταν τα παιδιά του Ιράν που είδαν τα σπίτια τους να γίνονται στάχτες και τους γονείς τους μάρτυρες. Είναι τα παιδιά στην Αφρική, που δεν ξέρουν τι θα πει παιχνίδι,μονάχα εργασία στα χωράφια. Είναι όλα τα παιδιά του κόσμου που ζήσανε στην σκλαβιά και την εκμετάλλευση. Τα κορίτσια και τα αγόρια που περάσαν στην δουλεία. Αυτά τα παιδιά που εκπορνέυτηκαν από μικρά γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Τα παιδιά που αντί να υποδύονται τους στρατιώτες με πλαστικά όπλα παλεύουν να επιβιώσουν σε μια καθημερινότητα με όπλα πολύ αληθινά και πολύ θανατηφόρα.
Είμαι σίγουρη όμως, σου μοιάζουν πολύ μακρινά όλα αυτά. “Σε ποιες χώρες γίνονται τέτοια εγκλήματα?” Θα αναφωνήσεις σαστισμένος και μετά θα πας παρακάτω, γιατί η Ελλαδίτσα μια χαρά είναι, μια χαρά και τα παιδάκια της και όλα. Όχι,κάνεις λάθος φίλε μου.
Δεν είναι μόνο τα παιδιά της μακρινής Αφρικανικής ηπείρου που υποφέρουν.
Είναι η Μαρία, που μένει δίπλα σου. Αυτή, που οι γονείς της είναι άνεργοι. Αυτή που έχει δυο αδέρφια που με το ζόρι περνάν το λύκειο γιατί δουλεύουν. Αυτή που ήθελε να πάρει μια κούκλα μα η μητέρα της δεν είχε λεφτά.
Είναι ο Γιώργος που ακούει τους γονείς του να μαλώνουν κάθε βράδυ. Αυτός που δεν σηκώνει το τηλέφωνο από φόβο μήπως είναι η τράπεζα. Αυτός που δεν τολμάει να πει πως θα πάνε στο θέατρο με το σχολείο γιατί είναι ακριβά. Κι ας ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Κι ας ήθελε τόσο να δει τον μικρό πρίγκιπα.
Είναι το άστεγο παιδάκι στο πεζοδρόμιο που αγνοείς επιδεικτικά γιατί να σε κλέψει θέλει το βρωμιάρικο.
Είναι κι άλλα πολλά παιδιά με διαφορετικές ηλικίες και διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο που όμως μεγάλωσαν απότομα. Όλα τα αγόρια και τα κορίτσια που σπούδασαν κάτι διαφορετικό απ'αυτό που πραγματικά ήθελαν γιατί υπάρχει ανεργία. Όλα τα παιδιά που μένουν ξύπνια τις νύχτες κι ανησυχούν,φοβούνται,στοχάζονται. Αναρωτιούνται τι θ'απογίνει με την οικογένεια τους, το σπίτι τους, το μέλλον τους, την χώρα τους.

Αυτά τα παιδιά να τα θαυμάζεις, γιατί όσο εσύ κοιμόσουν ήσυχος αυτά πάλευαν. Όσο εσύ χάζευες αυτά προσπαθούσαν. Όταν φώναζες την μαμά σου να σου βάλει να φας ήδη μαγείρευαν, όταν ζητούσες βοήθεια με την αντιγραφή ξέραν ήδη να γράφουν. Ενώ εσύ έκλαιγες σαν έπεφτες τα παιδιά αυτά σηκώνονταν περήφανα και περπατούσαν παραπέρα. Ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά σου όχι γιατί ήταν εξυπνότερα ή πιο προικισμένα αλλά γιατί έπρεπε. Έπρεπε να επιβιώσουν και κατ'επέκταση έπρεπε να κάνουν πράγματα που τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας τους δεν φαντάζονταν καν.
Ένας από τους λόγους που απεχθάνομαι την σύγχρονη "πολιτισμένη" κοινωνία είναι αυτή η απώλεια της παιδικής αθωότητας. Δεν μπορείτε να μεγαλώνετε απότομα τα παιδιά, με τη βία, και να περιμένετε να γίνουν υγιείς ενήλικες. Πάντα θα τους λείπουν χρόνια απ΄την ζωή τους και θα παλιπαιδίζουν συνεχώς. Τους μένει ένα παράπονο που θα προσπαθήσουν να το καλύψουν στα μετέπειτα χρόνια της ζωής τους ή μέσα απ'τα παιδιά τους πέφτοντας σ'ένα φαύλο κύκλο καταστροφής γενεών. 

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Η ηρεμία μετά την καταιγίδα.

Όλη η σαπίλα του κόσμου λες και μαζεύτηκε εδώ,στην μικρή μου την γωνιά. Να μου κάνει χαλάστρα πάνω που πήγα να πάρω τα πάνω μου, πάνω που είπα να χαμογελάσω λίγο παραπάνω, να ζήσω λίγο παραπάνω, να πετάξω. Ναι, ήθελα τόσο πολύ να πετάξω. Ανέβαινα σε όποιο ύψωμα έβρισκα - σε βράχους,λόφους, καρέκλες, μπαλκόνια, ταράτσες- και ατένιζα κάτω και πάνω, δεξιά κι αριστερά. Κυρίως όμως μ'άρεζε να κοιτάζω πέρα.
Αν άνοιγα διάπλατα τα μάτια μου κι αλληθώριζα λίγο η γραμμή του ορίζοντα χανόταν κι έμοιαζε λες κι ο κόσμος δεν είχε όρια. Κάτι τέτοιες στιγμές μου ερχόταν τα ρίξω έναν σάλτο γιατί ήμουν σίγουρη πως θα πετούσα. Θα είχα φτερά.
Όχι όμως λευκά σαν τους αγγέλους.
Τα δικά μου τα φτερά θα είχαν το χρώμα του απωθημένου.
Τι χρώμα να 'χει άραγε; Μπορεί να ΄ταν και μαύρα ή κόκκινα ή ακόμα ακόμα χρυσά. Θα ταν μεγάλα όμως κι αλεξίσφαιρα γιατί μετά από τόσες σφαίρες δεν με πιάνουν πια τα πολυβόλα, γίνομαι άυλη και η πιστολιά τους πέφτει στο κενό.
Βαριέμαι μου στέλνει. Κρατιέμαι, απαντάω. Θα με ρωτήσει από τι, ή γιατί; Και τι να απαντήσω σ'αυτό; Να πω τι; Πως είμαι τόσο καταστροφική που πολλές φορές νομίζω πως ο,τι ακουμπάω διαλύεται; Πως όσοι με πλησίασαν φύγαν τελικά τρέχοντας γιατί δεν μπορούσα να με διαχειριστούν;  Πως τα συναισθήματα μου είναι τόσο λαθραία που αν με έπιαναν θα με στέλναν πίσω στην χώρα μου; Η χώρα μου πάντως είναι και γαμώ. Νομίζω σας έχω μιλήσει για αυτήν. Όχι; Κρίμα. Εκεί ο καθένας κάνει ο,τι του κατέβει, δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχει μίσος, δεν υπάρχει ρατσισμός ούτε φασισμός ούτε σεξισμός και το μόνο ισμος που δεχόμαστε είναι ο ερωτισμός. Εκεί θα ήθελε να ζήσει ο Πάμπλο Ασοκάρ με την Λουτσία και την Νατάλια.
Προς το παρών στην χώρα μου μοναδικός κάτοικος είμαι εγώ και μερικές (ντουζίνες) γάτες.
Καλά περνάμε, έχουμε και γάλα.
Με πιάνει το παράπονο πού και που. Και τότε είναι που ξεσπάω, τα κάνω όλα λίμπα. Σπάω πιάτα και ποτήρια, σκίζω μαξιλάρια και ουρλιάζω στο κενό. Μου περνάει όμως. Μετά έρχεται εκείνη η ηρεμία, σχεδόν σαν εγκεφαλικό κώμα. Η ηρεμία μετά την καταιγίδα. Ή μάλλον, η ηρεμία πριν το επόμενο ξέσπασμα. Πόσο λέτε θα μου πάρει μέχρι να τα διαλύσω όλα;