Όλη η σαπίλα του κόσμου λες και μαζεύτηκε εδώ,στην μικρή μου την γωνιά. Να μου κάνει χαλάστρα πάνω που πήγα να πάρω τα πάνω μου, πάνω που είπα να χαμογελάσω λίγο παραπάνω, να ζήσω λίγο παραπάνω, να πετάξω. Ναι, ήθελα τόσο πολύ να πετάξω. Ανέβαινα σε όποιο ύψωμα έβρισκα - σε βράχους,λόφους, καρέκλες, μπαλκόνια, ταράτσες- και ατένιζα κάτω και πάνω, δεξιά κι αριστερά. Κυρίως όμως μ'άρεζε να κοιτάζω πέρα.
Αν άνοιγα διάπλατα τα μάτια μου κι αλληθώριζα λίγο η γραμμή του ορίζοντα χανόταν κι έμοιαζε λες κι ο κόσμος δεν είχε όρια. Κάτι τέτοιες στιγμές μου ερχόταν τα ρίξω έναν σάλτο γιατί ήμουν σίγουρη πως θα πετούσα. Θα είχα φτερά.
Όχι όμως λευκά σαν τους αγγέλους.
Τα δικά μου τα φτερά θα είχαν το χρώμα του απωθημένου.
Τι χρώμα να 'χει άραγε; Μπορεί να ΄ταν και μαύρα ή κόκκινα ή ακόμα ακόμα χρυσά. Θα ταν μεγάλα όμως κι αλεξίσφαιρα γιατί μετά από τόσες σφαίρες δεν με πιάνουν πια τα πολυβόλα, γίνομαι άυλη και η πιστολιά τους πέφτει στο κενό.
Βαριέμαι μου στέλνει. Κρατιέμαι, απαντάω. Θα με ρωτήσει από τι, ή γιατί; Και τι να απαντήσω σ'αυτό; Να πω τι; Πως είμαι τόσο καταστροφική που πολλές φορές νομίζω πως ο,τι ακουμπάω διαλύεται; Πως όσοι με πλησίασαν φύγαν τελικά τρέχοντας γιατί δεν μπορούσα να με διαχειριστούν; Πως τα συναισθήματα μου είναι τόσο λαθραία που αν με έπιαναν θα με στέλναν πίσω στην χώρα μου; Η χώρα μου πάντως είναι και γαμώ. Νομίζω σας έχω μιλήσει για αυτήν. Όχι; Κρίμα. Εκεί ο καθένας κάνει ο,τι του κατέβει, δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχει μίσος, δεν υπάρχει ρατσισμός ούτε φασισμός ούτε σεξισμός και το μόνο ισμος που δεχόμαστε είναι ο ερωτισμός. Εκεί θα ήθελε να ζήσει ο Πάμπλο Ασοκάρ με την Λουτσία και την Νατάλια.
Προς το παρών στην χώρα μου μοναδικός κάτοικος είμαι εγώ και μερικές (ντουζίνες) γάτες.
Καλά περνάμε, έχουμε και γάλα.
Με πιάνει το παράπονο πού και που. Και τότε είναι που ξεσπάω, τα κάνω όλα λίμπα. Σπάω πιάτα και ποτήρια, σκίζω μαξιλάρια και ουρλιάζω στο κενό. Μου περνάει όμως. Μετά έρχεται εκείνη η ηρεμία, σχεδόν σαν εγκεφαλικό κώμα. Η ηρεμία μετά την καταιγίδα. Ή μάλλον, η ηρεμία πριν το επόμενο ξέσπασμα. Πόσο λέτε θα μου πάρει μέχρι να τα διαλύσω όλα;
Αν άνοιγα διάπλατα τα μάτια μου κι αλληθώριζα λίγο η γραμμή του ορίζοντα χανόταν κι έμοιαζε λες κι ο κόσμος δεν είχε όρια. Κάτι τέτοιες στιγμές μου ερχόταν τα ρίξω έναν σάλτο γιατί ήμουν σίγουρη πως θα πετούσα. Θα είχα φτερά.
Όχι όμως λευκά σαν τους αγγέλους.
Τα δικά μου τα φτερά θα είχαν το χρώμα του απωθημένου.
Τι χρώμα να 'χει άραγε; Μπορεί να ΄ταν και μαύρα ή κόκκινα ή ακόμα ακόμα χρυσά. Θα ταν μεγάλα όμως κι αλεξίσφαιρα γιατί μετά από τόσες σφαίρες δεν με πιάνουν πια τα πολυβόλα, γίνομαι άυλη και η πιστολιά τους πέφτει στο κενό.
Βαριέμαι μου στέλνει. Κρατιέμαι, απαντάω. Θα με ρωτήσει από τι, ή γιατί; Και τι να απαντήσω σ'αυτό; Να πω τι; Πως είμαι τόσο καταστροφική που πολλές φορές νομίζω πως ο,τι ακουμπάω διαλύεται; Πως όσοι με πλησίασαν φύγαν τελικά τρέχοντας γιατί δεν μπορούσα να με διαχειριστούν; Πως τα συναισθήματα μου είναι τόσο λαθραία που αν με έπιαναν θα με στέλναν πίσω στην χώρα μου; Η χώρα μου πάντως είναι και γαμώ. Νομίζω σας έχω μιλήσει για αυτήν. Όχι; Κρίμα. Εκεί ο καθένας κάνει ο,τι του κατέβει, δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχει μίσος, δεν υπάρχει ρατσισμός ούτε φασισμός ούτε σεξισμός και το μόνο ισμος που δεχόμαστε είναι ο ερωτισμός. Εκεί θα ήθελε να ζήσει ο Πάμπλο Ασοκάρ με την Λουτσία και την Νατάλια.
Προς το παρών στην χώρα μου μοναδικός κάτοικος είμαι εγώ και μερικές (ντουζίνες) γάτες.
Καλά περνάμε, έχουμε και γάλα.
Με πιάνει το παράπονο πού και που. Και τότε είναι που ξεσπάω, τα κάνω όλα λίμπα. Σπάω πιάτα και ποτήρια, σκίζω μαξιλάρια και ουρλιάζω στο κενό. Μου περνάει όμως. Μετά έρχεται εκείνη η ηρεμία, σχεδόν σαν εγκεφαλικό κώμα. Η ηρεμία μετά την καταιγίδα. Ή μάλλον, η ηρεμία πριν το επόμενο ξέσπασμα. Πόσο λέτε θα μου πάρει μέχρι να τα διαλύσω όλα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου