Ξύπνησα απότομα, λες
και κάποιος με τράβηξε έξω από ένα όνειρο
που όμως δεν ονειρεύτηκα ποτέ. Πέτρινα
τοιχώματα παντού κι εγώ έγκλειστη
ανάμεσα τους. Ο λαβύρινθος γύρω μου όλο
έστριβε κι όλο υψώνονταν οι τοίχοι του
ως τείχη απροσπέραστα. Ανοιγόκλεισα τα
μάτια μου μια και δυο και τρεις και
δεκατρείς φορές όμως τίποτα δεν άλλαξε.
Όχι, όχι δεν μου συνέβει αυτό εμένα. Αν
κλείσω τα μάτια,τα αυτιά, το στόμα και
δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλώ, ίσως
γυρίσω πίσω. Να κάνω την κουφή, την τυφλή,
την μουγκή. Έτσι κι έκανα λοιπόν.
Προσποιήθηκα πως δεν υπάρχω για τρεις
ανατολές και μια μονάχα δύση γιατί ο
χρόνος κυλούσε διαφορετικά εκεί μέσα
κι οι ήλιοι ήταν πολύ. Έκανα όμως το
τίποτα τόσο καλά. Μαζεύτηκαν όλα τα φώτα
της γης πάνω απ'τον στερνό μου τον
λαβύρινθο και με θαύμαζαν, τόσο πειστική
ήμουν.
Βολεύτηκα να σας πω
εκεί μέσα,στο μικρό μου βασίλειο
Πήρα ξύλα -δεν ξέρω από
που- κι έχτισα -δε ξέρω πως- ένα μικρό
καλύβι. Μια νεράιδα όμως με είδε και της
άρεσε, και μ'έπεισε πως το καλύβι μου
είναι παλάτι και που θα βρω καλύτερα;
Δεν υπάρχει καλύτερα για μένα. Κι έγινα
φίλη με την νεράιδα -ή μήπως ήταν μάγισσα
κακιά; Κυνηγούσαμε κάθε πρωί δροσοσταλίδες
απ'τα φυτά του λαβυρίνθου και παίζαμε
κρυφτό. Πάντα με έβρισκε όμως. Δε ξέρω
πως,δεν μπορούσα να της ξεφύγω όσο καλά
κι αν κρυβόμουν. Κι ήταν τόσο όμορφα
εκεί μέσα, έμοιαζε με παράδεισο. Τόσο
πολύ με ζάλιζε ετούτη η μάγισσα που
ξέχασα τα λαγκάδια και τα κρεβάτια που
άφησα πίσω μου, τις αγκαλιές που με
περίμεναν πίσω στο σπίτι και τις φωνές
που με καλούσαν, που παρακαλούσαν να
γυρίσω πίσω. Τυφλή,κουφή,μουγκή. Δεν
τους έβλεπα που με χαιρετούσαν έξω
απ'τον λαβύρινθο, δεν άκουγα που με
φωνάζουν, δεν είχα φωνή να απαντήσω.
Δεν ξέρω πόσο καιρό
έμεινα εκεί μέσα,υπνωτισμένη απ΄τις
μυρωδιές και τις υποσχέσεις τις νεράιδας.
Δεν ξέρω τι άλλαξε.
Ξέρω μόνο πως μια μέρα
κατάλαβα. Κατάλαβα πως δεν ήταν
δροσοσταλίδες αυτά που μαζεύαμε αλλά
δάκρυα για όνειρα κατεστραμμένα. Δεν
παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό ήταν κι ο
χαμένος κάθε φορά έδινε ένα κομμάτι
απ'τον εαυτό του. Τρομαγμένη πήρα χαμπάρι
πως είχα μείνει μισή (και κάτι λιγότερο).
Είχα γίνει σχεδόν διάφανη και ξεχασμένη.
Είδα πέρα απ'τους τοίχους,στον λόφο. Που
ήταν όλοι αυτοί που με περίμεναν; Μια
χούφτα άνθρωποι μείναν πια. Ήθελα να
τους φωνάξω, να πηδήξω, να με δούνε, να
τους δω. Να με βγάλουν από εδώ μέσα, δεν
μ'άρεζε πια το παιχνίδι με την νεράιδα
– μάγισσα ήταν τελικά. Όμως η άτιμη πάνω
στο κυνηγητό είχε κλέψει την φωνή μου
κι κόντευα πια να εξαφανιστώ. Πήγα να
της μιλήσω,είπα δεν μπορεί θα καταλάβει.
“Γιατί;” την ρώτησα. “Γιατί μου το
κάνεις αυτό; τι θέλεις από εμένα; Δε
βλέπεις πως για χάρη σου κοντεύω να
χαθώ; Να γίνω τίποτα; Δες πόσοι άνθρωποι
με ξέγραψαν ήδη εξαιτίας σου.” Όπως
μάλλον καταλάβατε, δεν πήρα την απάντηση
που περίμενα. Δεν έδειξε ούτε κατανόηση
ούτε συμπόνια η καταραμένη εκείνη
μάγισσα. Μόνο θύμωσε, θύμωσε πολύ κι
έγινε Μινώταυρος που μου φράξε τον δρόμο
κι ήθελε να με καταβροχθήσει.
Χαμός έγινε εκεί μέσα.
Όσο εγώ προσπαθούσα να βρώ τον δρόμο
της επιστροφής είδα κι άλλους πολλούς.
Άλλοι έμπαιναν και μπερδεύονταν όπως
εγώ στην αρχή, μα βρίσκαν τον δρόμο της
επιστροφής. Άλλοι διάλεξαν να μείνουν
εκεί μέσα για πάντα. Κι άλλοι,λιγότερο
τυχεροί, ξύπνησαν την οργή του Μινώταυρου
και τους έκανε μια χαψιά. Εγώ πάντως την
γλίτωσα.
Βγήκα απ'τον λαβύρινθο
όπως χιλιάδες πριν από εμένα. Είναι ομως
ακόμα κόσμος και κοσμάκης εκεί μέσα, ο
καθένας απομονωμένος στον δικό του
λαβύρινθου που όσο περνάει ο καιρός
μοιάζει λιγότερο με παράδεισο και
περισσότερο με κόλαση.
Αν έχεις συναντήσει την
νεράιδα και όμως είσαι εδώ, είσαι ένας
απόγονος του Θησέα
Αν δεν βρήκες άκρη ακόμα
μην ανησυχείς κι άμα χρειαστείς βοήθεια
υπάρχουν πολλές Αριάδνες εκεί έξω.
(μπορεί να τους βρεις και σε γένος
αρσενικό,ποτέ δεν ξες)
Αν πάλι δεν κατάλαβες
Χριστό από τα παραπάνω, σε μπέρδεψαν
όλα αυτά για νεράιδες-μάγισσες, λαβυρίνθους
και Μινωταύρους είσαι ένας ευτυχισμένος
άνθρωπος και μπράβο σου!
Κι ένα μπράβο στον
άνθρωπο που 'ταν για μένα ο μίτος που με
οδήγησε πίσω στο σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου