expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Όταν η Ευρώπη ερωτεύτηκε τον Βαρουφάκη

Χάος. Χρεοκοπία. Πανικός. Πτώχευση.Γυρνάμε στην δραχμή,βγαίνουμε από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ένωση,επιτίθενται στην Ελλάδα εξωγήινοι και η Μαντόνα αποκτά ρυτίδες. Με λίγα λόγια, το τέλος του κόσμου.  Ή μήπως όχι; Η τηλεόραση μεταδίδει σε επανάληψη σενάρια καταστροφολογίας και οι δημοσιογράφοι πανικόβλητοι μαζεύουν δηλώσεις από την κυρά Νίτσα που στήθηκε στο ΑΤΜ από της 6 το πρωί και φωνάζει "την σύνταξη κοκόνα μου, την σύνταξηη!" Εγώ παρόλα αυτά έκανα τα μαλλιά μου κοτσιδάκια, πήρα  αγκαλιά μια σακούλα γαλακτοφέτες (γιατί καλοκαίρι έχουμε,κορμί πρέπει να χτίσω!) και άρχισα να αναπολώ από το μπαλκόνι μου άλλες εποχές,ένδοξες! Τότε που η Ευρώπη ήταν ερωτευμένη με τον Βαρουφάκη....
(ονειρική μουσική παίζει στο βάθος)

Μια ωραία πρωία η δεσποινίς Ευρώπη που έκανε διακοπές στην χώρα μας  φόρεσε το καλό της το ταγέρ (από το Μιλάνο παρακαλώ!) έβγαλε τα ρολά απ'τα μαλλιά της και αφού έβαλε μπόλικο κόκκινο κραγιόν βγήκε μια βολτίτσα να πάρει τον αέρα της. Εκεί που σουλάτσαρε πάνω-κάτω την παραλιακή τσουπ ένα τρελός παραλίγο να την πατήσει με το ποδήλατο. Έξαλλη αυτή στρώνει το μαλλί που το φύσηξε λίγο άνεμος και γύρισε να κατσαδιάσει τον απρόσεκτο ποδηλάτη. Αυτό που αντίκρισε όμως ήταν too good to be true που λέμε! Ψήλος, αρρενωπός, με την φαλάκρα να γυαλίζει σαν καθρέφτης κάτω απ'τον καταγάλανο ουρανό ελληνικό ουρανό ήταν ο άντρας των ονείρων της. "My name is Varoufakis. Yianis Varoufakis." Της είπε ο μορφονιός και ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Τον πήρε τελικά η Ευρώπη και τον αέρα και τον Βαρουφάκη.

Γύρισε που λέτε μετά από τις διακοπές της άλλος άνθρωπος! Πέταξε ταγιέρ,κραγιόν και λοιπά θείτσικα και κυκλοφορούσε μόνο με παραδοσιακή ηπειρώτικη φορεσιά. Έκαναν αμάν και τι να την γνωρίσουν οι κολλητές της η Γερμανία, η Αυστρία και η Ιταλία όταν συναντήθηκαν για καφέ στο Παρίσι, Με το που έμαθαν για τον παράφορο έρωτα της με τον Γιάνη μας σεληνιάστηκαν και αποφάσισαν να την λογικέψουν. Κι εκεί που η Ευρώπη μας ρουφούσε τον φραπέ της με τουπέ κι έπαιζε διαδικτυακό τάβλι της πέταξε η Ιταλία την πρώτη βόμβα. "Βρε Ευρώπη μου, δεν είναι λίγο ε...μπανάλ για εσένα;" Είπε δειλά δειλά αλλά γύρισε στον εσπρέσο της μετά την δολοφονική ματιά της Ευρώπης.
 Η συζήτηση γύρω από τα προσόντα του Γιάνη φούντωνε όσο περνούσε η ώρα. "Ε μα δεν είναι δυνατόν! Μα με αυτόν τον χωριάτη ρε; Την έχεις δει την αδερφή του την Ελλάδα; Ε; Την έχεις δει; Ένα παρτάλι είναι!" Ξέσπασε ασυγκράτητη η Αυστρία μα η Ευρώπη αμετάπειστη. Η Γερμανία σιωπηλή παρακολουθούσε τις φίλες της να προσπαθούν μάταια να αλλάξουν μυαλά στην ερωτοχτυπημένη μας ηρωίδα ώσπου το λευκό της προσωπάκι κοκκίνισε. Τίναξε το ξανθό μαλλί, έστρωσε την κάλτσα μέσα από το πέδιλο και ξέσπασε. "Ε ως εδώ και μη παρέκει! Μα καλά, είναι δυνατόν; Που τον βρήκες αυτόν από το Γκρέχελαντ μου λες;;; Και η αδερφή του η Ελλάδα είναι μια τεμπέλα, όλο κάθεται και γλεντάει κι όλο δανεικά κι αγύριστα! Κι αυτός τέτοιος θα 'ναι να μου το θυμηθείς! Λες και δεν έχουμε εμείς δικά μας παιδιά να σου γνωρίσουμε..." Είπε η Γερμανία και κοίταξε με νόημα την Αυστρία, αναφερόμενη στον αδερφό της τον Σόιμπλε. "Ε τα παραλές..." Ξεκίνησε να λέει η Ιταλία μα η Ευρώπη χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και σώπασαν όλοι. "Α,να σας πω! Φτάνει πια! Καταρχήν δεν μπορείτε να με κουμαντάρετε μια ζωή! Καταδεύτερον μην ξεχνάτε ότι είμαι η μεγαλύτερη -κι ας είμαι φρεσκαδούρα- και έχω περισσότερη πείρα από εσάς! Αυτόν θέλω,αυτόν θέλω,αυτόν θέλω!" Φώναξε και έφυγε φουριόζα.
Οι τρεις φίλες έμειναν να κοιτάζονται ώσπου τον λόγο πήρε η Γερμανία. "Κορίτσια τι λέτε,πάμε για κάνα μπανάκι στην Σαντορίνη;" Πρότεινε και οι άλλες δύο κούνησαν συγκαταβατικά το κεφάλι και σε χρόνο dt λιάζονταν στις ελληνικές παραλίες.

Αχ...ωραίες εποχές! Μοιραίος έρωτας σας λέω η Ευρώπη και ο Βαρουφάκης. Παντρεύτηκαν σε ένα μήνα και πήγαν μήνα του μέλιτος σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες. Δυστυχώς όμως λίγο που η μάνα της Ευρώπης ήταν κακιά πεθερά, λίγο αυτός ο Σόιμπλε που όλο την πολιορκούσε την καημένη χάλασε ο γάμος. Θρήνος κατέκλυσε τις ελληνικές πόλεις καθώς οι Έλληνες πολίτες πίστεψαν πως έμειναν πια μόνοι. Αυτό που δεν ήξεραν όμως ήταν ότι η Ελλάδα χώθηκε στην βαλίτσα του Γιάννη και κρυφά ταξίδεψε κι αυτή μαζί του. Έτσι απέκτησε φίλους στην Μαδρίτη,στην Ρώμη, στο Λονδίνο, ακόμα και στις Βρυξέλλες. Τέτοιο ωραίο κορίτσι βρε θα το άφηναν μόνο;
Τέλος πάντων εγώ γυρνάω στην πραγματικότητα μου με τις κλειστές τράπεζες, τις θεωρίες, τα ναι και τα όχι και τις επικές μάχες έξω απο τα ΑΤΜ ανάμεσα σε γριές που ουρλιάζουν ότι έρχεται δεύτερη γερμανική κατοχή. Θαύμα που μέσα σε όλα αυτά κατάφερα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Πρέπει να είμαι παντελώς αναίσθητη και να μην ενδιαφέρομαι καθόλου για την χώρα μου, τελείως στην κοσμάρα μου σας λέω. Ή απλά έκλεισα την τηλεόραση.

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Ένας λαβύρινθος διαφορετικός απ'τους άλλους

Ξύπνησα απότομα, λες και κάποιος με τράβηξε έξω από ένα όνειρο που όμως δεν ονειρεύτηκα ποτέ. Πέτρινα τοιχώματα παντού κι εγώ έγκλειστη ανάμεσα τους. Ο λαβύρινθος γύρω μου όλο έστριβε κι όλο υψώνονταν οι τοίχοι του ως τείχη απροσπέραστα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου μια και δυο και τρεις και δεκατρείς φορές όμως τίποτα δεν άλλαξε. Όχι, όχι δεν μου συνέβει αυτό εμένα. Αν κλείσω τα μάτια,τα αυτιά, το στόμα και δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλώ, ίσως γυρίσω πίσω. Να κάνω την κουφή, την τυφλή, την μουγκή. Έτσι κι έκανα λοιπόν. Προσποιήθηκα πως δεν υπάρχω για τρεις ανατολές και μια μονάχα δύση γιατί ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά εκεί μέσα κι οι ήλιοι ήταν πολύ. Έκανα όμως το τίποτα τόσο καλά. Μαζεύτηκαν όλα τα φώτα της γης πάνω απ'τον στερνό μου τον λαβύρινθο και με θαύμαζαν, τόσο πειστική ήμουν.
Βολεύτηκα να σας πω εκεί μέσα,στο μικρό μου βασίλειο
Πήρα ξύλα -δεν ξέρω από που- κι έχτισα -δε ξέρω πως- ένα μικρό καλύβι. Μια νεράιδα όμως με είδε και της άρεσε, και μ'έπεισε πως το καλύβι μου είναι παλάτι και που θα βρω καλύτερα; Δεν υπάρχει καλύτερα για μένα. Κι έγινα φίλη με την νεράιδα -ή μήπως ήταν μάγισσα κακιά; Κυνηγούσαμε κάθε πρωί δροσοσταλίδες απ'τα φυτά του λαβυρίνθου και παίζαμε κρυφτό. Πάντα με έβρισκε όμως. Δε ξέρω πως,δεν μπορούσα να της ξεφύγω όσο καλά κι αν κρυβόμουν. Κι ήταν τόσο όμορφα εκεί μέσα, έμοιαζε με παράδεισο. Τόσο πολύ με ζάλιζε ετούτη η μάγισσα που ξέχασα τα λαγκάδια και τα κρεβάτια που άφησα πίσω μου, τις αγκαλιές που με περίμεναν πίσω στο σπίτι και τις φωνές που με καλούσαν, που παρακαλούσαν να γυρίσω πίσω. Τυφλή,κουφή,μουγκή. Δεν τους έβλεπα που με χαιρετούσαν έξω απ'τον λαβύρινθο, δεν άκουγα που με φωνάζουν, δεν είχα φωνή να απαντήσω.
Δεν ξέρω πόσο καιρό έμεινα εκεί μέσα,υπνωτισμένη απ΄τις μυρωδιές και τις υποσχέσεις τις νεράιδας.
Δεν ξέρω τι άλλαξε.
Ξέρω μόνο πως μια μέρα κατάλαβα. Κατάλαβα πως δεν ήταν δροσοσταλίδες αυτά που μαζεύαμε αλλά δάκρυα για όνειρα κατεστραμμένα. Δεν παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό ήταν κι ο χαμένος κάθε φορά έδινε ένα κομμάτι απ'τον εαυτό του. Τρομαγμένη πήρα χαμπάρι πως είχα μείνει μισή (και κάτι λιγότερο). Είχα γίνει σχεδόν διάφανη και ξεχασμένη. Είδα πέρα απ'τους τοίχους,στον λόφο. Που ήταν όλοι αυτοί που με περίμεναν; Μια χούφτα άνθρωποι μείναν πια. Ήθελα να τους φωνάξω, να πηδήξω, να με δούνε, να τους δω. Να με βγάλουν από εδώ μέσα, δεν μ'άρεζε πια το παιχνίδι με την νεράιδα – μάγισσα ήταν τελικά. Όμως η άτιμη πάνω στο κυνηγητό είχε κλέψει την φωνή μου κι κόντευα πια να εξαφανιστώ. Πήγα να της μιλήσω,είπα δεν μπορεί θα καταλάβει. “Γιατί;” την ρώτησα. “Γιατί μου το κάνεις αυτό; τι θέλεις από εμένα; Δε βλέπεις πως για χάρη σου κοντεύω να χαθώ; Να γίνω τίποτα; Δες πόσοι άνθρωποι με ξέγραψαν ήδη εξαιτίας σου.” Όπως μάλλον καταλάβατε, δεν πήρα την απάντηση που περίμενα. Δεν έδειξε ούτε κατανόηση ούτε συμπόνια η καταραμένη εκείνη μάγισσα. Μόνο θύμωσε, θύμωσε πολύ κι έγινε Μινώταυρος που μου φράξε τον δρόμο κι ήθελε να με καταβροχθήσει.
Χαμός έγινε εκεί μέσα. Όσο εγώ προσπαθούσα να βρώ τον δρόμο της επιστροφής είδα κι άλλους πολλούς. Άλλοι έμπαιναν και μπερδεύονταν όπως εγώ στην αρχή, μα βρίσκαν τον δρόμο της επιστροφής. Άλλοι διάλεξαν να μείνουν εκεί μέσα για πάντα. Κι άλλοι,λιγότερο τυχεροί, ξύπνησαν την οργή του Μινώταυρου και τους έκανε μια χαψιά. Εγώ πάντως την γλίτωσα.
Βγήκα απ'τον λαβύρινθο όπως χιλιάδες πριν από εμένα. Είναι ομως ακόμα κόσμος και κοσμάκης εκεί μέσα, ο καθένας απομονωμένος στον δικό του λαβύρινθου που όσο περνάει ο καιρός μοιάζει λιγότερο με παράδεισο και περισσότερο με κόλαση.
Αν έχεις συναντήσει την νεράιδα και όμως είσαι εδώ, είσαι ένας απόγονος του Θησέα
Αν δεν βρήκες άκρη ακόμα μην ανησυχείς κι άμα χρειαστείς βοήθεια υπάρχουν πολλές Αριάδνες εκεί έξω. (μπορεί να τους βρεις και σε γένος αρσενικό,ποτέ δεν ξες)
Αν πάλι δεν κατάλαβες Χριστό από τα παραπάνω, σε μπέρδεψαν όλα αυτά για νεράιδες-μάγισσες, λαβυρίνθους και Μινωταύρους είσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος και μπράβο σου!

Κι ένα μπράβο στον άνθρωπο που 'ταν για μένα ο μίτος που με οδήγησε πίσω στο σπίτι.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Ύμνος στις εξετάσεις vol2 : "Star Wars II: Η εξίσωση αχ+β"

Και κάπου στην μέση των εξετάσεων,πάνω που μπήκαν οι μαθητές σε ένα πρόγραμμα, έρχεται η αγαπητή άλγεβρα. Κάτσε,τι πάει να πει σε τρεις μέρες γράφω άλγεβρα; Πανικός. Μικροί παταγουάν καλούν απελπισμένοι καθηγητές άλγεβρας, τηλεφωνούν στα φροντητήρια και ξενυχτάν πάνω από τις συναρτήσεις μπα και γράψουν κάτι. Meanwhile,in outter space

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Τα παιδιά που μεγάλωσαν απότομα.

 Η σημερινή κοινωνία με 'κανε να νιώθω επιτακτική την ανάγκη να πάψω να 'μαι 'κοριτσάκι' και να γίνω 'γυναίκα' από τα 14, λες και κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Λες και θα 'ταν τέτοιο έγκλημα το να μείνω μικρή για λίγο ακόμα, πραγματικά μικρή. Ωρίμασα με το χτύπημα της οικονομικής κρίσης στην πόρτα μου. Με τα δελτία ειδήσεων των 8 να προβάλουν σενάρια καταστροφολογίας. Μ'έναν δήθεν έρωτα που στράβωσε, μια φίλη που έφυγε, έναν καυγά. Θα μου πεις, φυσιολογικότατα όλα αυτά και θα συμφωνήσω και με το παραπάνω. Δεν θα ήθελα να φτάσω τα δεκαπέντε και να μην ξέρω τι θα πει κακία και εκμετάλλευση. Να είναι ο φτώχεια και η στέρηση λέξεις ανύπαρκτες στο λεξιλόγιο μου, στην επεξήγηση τους να υπάρχει μονάχα ένα ερωτηματικό. Δεν ωριμάζουν όμως έτσι τα παιδιά πλέον. Μεγαλώνουν με το ζόρι, βιώνοντας εμπειρίες που δεν αρμόζουν ούτε σε ενήλικες πόσο μάλλον σε παιδιά της ηλικίας τους. 
 Είναι χιλιάδες παιδιά σ'όλον τον κόσμο. Είναι τα παιδιά στην Παλαιστίνη που στα οκτώ τους μάθανε τον πόλεμο. Τα παιδιά που τους κλέψανε τα όνειρα. Ήταν τα παιδιά του Ιράν που είδαν τα σπίτια τους να γίνονται στάχτες και τους γονείς τους μάρτυρες. Είναι τα παιδιά στην Αφρική, που δεν ξέρουν τι θα πει παιχνίδι,μονάχα εργασία στα χωράφια. Είναι όλα τα παιδιά του κόσμου που ζήσανε στην σκλαβιά και την εκμετάλλευση. Τα κορίτσια και τα αγόρια που περάσαν στην δουλεία. Αυτά τα παιδιά που εκπορνέυτηκαν από μικρά γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Τα παιδιά που αντί να υποδύονται τους στρατιώτες με πλαστικά όπλα παλεύουν να επιβιώσουν σε μια καθημερινότητα με όπλα πολύ αληθινά και πολύ θανατηφόρα.
Είμαι σίγουρη όμως, σου μοιάζουν πολύ μακρινά όλα αυτά. “Σε ποιες χώρες γίνονται τέτοια εγκλήματα?” Θα αναφωνήσεις σαστισμένος και μετά θα πας παρακάτω, γιατί η Ελλαδίτσα μια χαρά είναι, μια χαρά και τα παιδάκια της και όλα. Όχι,κάνεις λάθος φίλε μου.
Δεν είναι μόνο τα παιδιά της μακρινής Αφρικανικής ηπείρου που υποφέρουν.
Είναι η Μαρία, που μένει δίπλα σου. Αυτή, που οι γονείς της είναι άνεργοι. Αυτή που έχει δυο αδέρφια που με το ζόρι περνάν το λύκειο γιατί δουλεύουν. Αυτή που ήθελε να πάρει μια κούκλα μα η μητέρα της δεν είχε λεφτά.
Είναι ο Γιώργος που ακούει τους γονείς του να μαλώνουν κάθε βράδυ. Αυτός που δεν σηκώνει το τηλέφωνο από φόβο μήπως είναι η τράπεζα. Αυτός που δεν τολμάει να πει πως θα πάνε στο θέατρο με το σχολείο γιατί είναι ακριβά. Κι ας ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Κι ας ήθελε τόσο να δει τον μικρό πρίγκιπα.
Είναι το άστεγο παιδάκι στο πεζοδρόμιο που αγνοείς επιδεικτικά γιατί να σε κλέψει θέλει το βρωμιάρικο.
Είναι κι άλλα πολλά παιδιά με διαφορετικές ηλικίες και διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο που όμως μεγάλωσαν απότομα. Όλα τα αγόρια και τα κορίτσια που σπούδασαν κάτι διαφορετικό απ'αυτό που πραγματικά ήθελαν γιατί υπάρχει ανεργία. Όλα τα παιδιά που μένουν ξύπνια τις νύχτες κι ανησυχούν,φοβούνται,στοχάζονται. Αναρωτιούνται τι θ'απογίνει με την οικογένεια τους, το σπίτι τους, το μέλλον τους, την χώρα τους.

Αυτά τα παιδιά να τα θαυμάζεις, γιατί όσο εσύ κοιμόσουν ήσυχος αυτά πάλευαν. Όσο εσύ χάζευες αυτά προσπαθούσαν. Όταν φώναζες την μαμά σου να σου βάλει να φας ήδη μαγείρευαν, όταν ζητούσες βοήθεια με την αντιγραφή ξέραν ήδη να γράφουν. Ενώ εσύ έκλαιγες σαν έπεφτες τα παιδιά αυτά σηκώνονταν περήφανα και περπατούσαν παραπέρα. Ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά σου όχι γιατί ήταν εξυπνότερα ή πιο προικισμένα αλλά γιατί έπρεπε. Έπρεπε να επιβιώσουν και κατ'επέκταση έπρεπε να κάνουν πράγματα που τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας τους δεν φαντάζονταν καν.
Ένας από τους λόγους που απεχθάνομαι την σύγχρονη "πολιτισμένη" κοινωνία είναι αυτή η απώλεια της παιδικής αθωότητας. Δεν μπορείτε να μεγαλώνετε απότομα τα παιδιά, με τη βία, και να περιμένετε να γίνουν υγιείς ενήλικες. Πάντα θα τους λείπουν χρόνια απ΄την ζωή τους και θα παλιπαιδίζουν συνεχώς. Τους μένει ένα παράπονο που θα προσπαθήσουν να το καλύψουν στα μετέπειτα χρόνια της ζωής τους ή μέσα απ'τα παιδιά τους πέφτοντας σ'ένα φαύλο κύκλο καταστροφής γενεών. 

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Η ηρεμία μετά την καταιγίδα.

Όλη η σαπίλα του κόσμου λες και μαζεύτηκε εδώ,στην μικρή μου την γωνιά. Να μου κάνει χαλάστρα πάνω που πήγα να πάρω τα πάνω μου, πάνω που είπα να χαμογελάσω λίγο παραπάνω, να ζήσω λίγο παραπάνω, να πετάξω. Ναι, ήθελα τόσο πολύ να πετάξω. Ανέβαινα σε όποιο ύψωμα έβρισκα - σε βράχους,λόφους, καρέκλες, μπαλκόνια, ταράτσες- και ατένιζα κάτω και πάνω, δεξιά κι αριστερά. Κυρίως όμως μ'άρεζε να κοιτάζω πέρα.
Αν άνοιγα διάπλατα τα μάτια μου κι αλληθώριζα λίγο η γραμμή του ορίζοντα χανόταν κι έμοιαζε λες κι ο κόσμος δεν είχε όρια. Κάτι τέτοιες στιγμές μου ερχόταν τα ρίξω έναν σάλτο γιατί ήμουν σίγουρη πως θα πετούσα. Θα είχα φτερά.
Όχι όμως λευκά σαν τους αγγέλους.
Τα δικά μου τα φτερά θα είχαν το χρώμα του απωθημένου.
Τι χρώμα να 'χει άραγε; Μπορεί να ΄ταν και μαύρα ή κόκκινα ή ακόμα ακόμα χρυσά. Θα ταν μεγάλα όμως κι αλεξίσφαιρα γιατί μετά από τόσες σφαίρες δεν με πιάνουν πια τα πολυβόλα, γίνομαι άυλη και η πιστολιά τους πέφτει στο κενό.
Βαριέμαι μου στέλνει. Κρατιέμαι, απαντάω. Θα με ρωτήσει από τι, ή γιατί; Και τι να απαντήσω σ'αυτό; Να πω τι; Πως είμαι τόσο καταστροφική που πολλές φορές νομίζω πως ο,τι ακουμπάω διαλύεται; Πως όσοι με πλησίασαν φύγαν τελικά τρέχοντας γιατί δεν μπορούσα να με διαχειριστούν;  Πως τα συναισθήματα μου είναι τόσο λαθραία που αν με έπιαναν θα με στέλναν πίσω στην χώρα μου; Η χώρα μου πάντως είναι και γαμώ. Νομίζω σας έχω μιλήσει για αυτήν. Όχι; Κρίμα. Εκεί ο καθένας κάνει ο,τι του κατέβει, δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχει μίσος, δεν υπάρχει ρατσισμός ούτε φασισμός ούτε σεξισμός και το μόνο ισμος που δεχόμαστε είναι ο ερωτισμός. Εκεί θα ήθελε να ζήσει ο Πάμπλο Ασοκάρ με την Λουτσία και την Νατάλια.
Προς το παρών στην χώρα μου μοναδικός κάτοικος είμαι εγώ και μερικές (ντουζίνες) γάτες.
Καλά περνάμε, έχουμε και γάλα.
Με πιάνει το παράπονο πού και που. Και τότε είναι που ξεσπάω, τα κάνω όλα λίμπα. Σπάω πιάτα και ποτήρια, σκίζω μαξιλάρια και ουρλιάζω στο κενό. Μου περνάει όμως. Μετά έρχεται εκείνη η ηρεμία, σχεδόν σαν εγκεφαλικό κώμα. Η ηρεμία μετά την καταιγίδα. Ή μάλλον, η ηρεμία πριν το επόμενο ξέσπασμα. Πόσο λέτε θα μου πάρει μέχρι να τα διαλύσω όλα; 

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Ύμνος στις εξετάσεις: Αρχαία.

Δεύτερη βδομάδα εξετάσεων και συνεχίζουμε δυναμικά. Δυναμικά τώρα,τρόπος του λέγειν. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή....
Πρώτο μάθημα: αρχαία. Οι μαθητές ξεκινάνε χαλάρα ένα πεντάωρο την ημέρα, οχτώ μέρες πριν μπας και προλάβουν. Τρίωρα στα φροντηστήρια κι άλλες τόσες ώρες κλεισμένος στο δωμάτιο να επαναλαμβάνεις με περισπούδαστο ύφος "λύω λύεις λύει" μέχρι που τελικά υπνωτίζεσαι από την ίδια σου την φωνή και σε παίρνει ο ύπνος πάνω από τις μεταφράσεις. Ξυπνάς στο τσακ πριν έρθει η μανούλα με τον χυμούλη και τα μπισκοτάκια "για να σε βοηθήσουν στο διάβασμα πουλάκι μου." Και φτου ξανά κι απ'την αρχή. Είσαι σίγουρους πως δεν θα  πέσουν τα sos,αλλιώς τι τα δώσαν; Και φτου κι απ'την αρχή το συντακτικό...
Ενώ παράλληλα σε ένα σκοτεινό υπόγειο πίσω από μια δίφυλλη βαριά σιδερένια πόρτα πέντε καθηγητές στέκονται σε σχηματισμό αστεριού. Στην κορυφή φυσικά ο παλαιότερος, πιο πεπειραμένος, και πιο κοντά στην σύνταξη. Αυτός που επέμενε να φτάσουν τον Θουκυδίδη μέχρι τος 83 κι ας είχαν οι μαθητές την ίδια εποχή πτυχία ξενόγλωσσα.Ο ίδιος που έβαλε απροειδοποίητο test στα συνηρημένα β' τάξης και μέχρι και ο απουσιολόγος έγραψε 12. Η μπάσα φωνή του αρχηγού κάνει το φως απ'το μοναδικό κερί να τρεμοσβήνει. "Φέρατε τα sos?" Ρωτάει. Τέσσερα κεφάλια κουνιούνται συγκαταβατικά, τέσσερα ζευγάρια χέρια βγάζουν βιαστικά φωτοτυπίες από τσάντες τσαντάκια και τσέπες και τέσσερα ζευγάρια μάτια μένουν χαμηλωμένα καθώς ο αρχηγός παραλαμβάνει τα sos.
Αφού τα μελετήσει για ένα δίλεπτο κοιτάει τους όμοιους του και ένα σαρδόνιο χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του. Γυρνά προς μια κοκκινομάλλα ακόλουθο, φοιτήτρια του φιλοσοφικού. "Φέρε την θυσία."  Το κορίτσι έντρομο τρέχει και γυρίζει κουβαλώντας  τον κατάλογο ανωμάλων ρημάτων. Οι πέντε καθηγητές ανάβουν από ένα σπίρτο και καίνε το βιβλίο ευλαβικά.
Ύστερα ο αρχηγός πιάνει τα sos στα χέρια του. Με απότομες κινήσεις και ένα σατανικό γέλιο (τύπου μουαχαχαχαχα) κάνει χίλια κομμάτια το Ευαγγέλιο των μαθητών. Όταν περάσει ο παροξυσμός του γέλιου κοιτά τους υπόλοιπους καθηγητές. "Ξέρετε τι δεν θα βάλουμε..." Ψιθυρίζει και εξαφανίζεται σε μια δίνη μωβ καπνού. Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι κοιτιούνται για λίγο, γνέφουν, κι ύστερα μ'ένα νεύμα εξαφανίζονται. Η φοιτήτρια φυσάει το κερί και το σκοτεινό υπόγειο, γνωστό και ως αίθουσα των καθηγητών, βυθίζεται στο σκοτάδι.
...Και λίγα λεπτά πριν μοιραστούν τα θέματα ο αρχηγός μουρμουρίζει "οιμώζετε.."

*Το παρών προϊόν δεν έχει σκοπό να προσβάλει κανέναν. Προφανώς και οι καθηγητές μας μας αγαπάνε και κάνουν ο,τι καλύτερο μπορούνε για εμάς. Οι περισσότεροι τουλάχιστον... 

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Εμείς του υπερθετικού.

Μ'αρέσει τα πράγματα να τα ζω στον υπερθετικό βαθμό. Κι ας ξέρω ότι θα πονέσω, θα σπάσω, θα γίνω χίλια κομμάτια. Δεν με νοιάζει, ποτέ δεν με ένοιαζε. Στο κάτω κάτω, όλα τα άλλα μου φαίνονται λίγα κι είμαι πολύ ασυμβίβαστη  για να βολευτώ με οτιδήποτε λιγότερο. Τι θα λέμε ρε όταν μαζευόμαστε η γνωστή παρέα στο στέκι; Ότι δεν έχουμε εμπειρίες και αναμνήσεις γιατί φοβηθήκαμε να ζήσουμε; Να μην πληγωθώ, να μην με ρίξουν, να μην χαλάσει η εικόνα μου, να μην αλλάξει η γνώμη τους, να μην χάσω την καλή μου θέση, να μην με κοιτάνε με μισό μάτι , να μην μιλάνε πίσω απ'την πλάτη μου να να να... Όχι. Αφέσου,αφέσου λέω πάντα στον εαυτό μου. Κι αν πέσω και φάω τα μούτρα μου; Θα ξανασηκωθείς, εξάλλου είναι ήδη καλός φίλος το πάτωμα. Κι αν δεν μπορώ μόνη; Θα έρθουν άλλοι και θα σε σηκώσουν με το ζόρι. Κι αν δεν έρθουν, αν μείνω μόνη; Θα έρθουν.
Δεν έχει νοστιμάδα η ζωή αν δεν τα ζεις όλα στα άκρα. Τους έρωτες, τα ξενύχτια, τις απογοητεύσεις, τις στεναχώριες, τις χαρές, τα γέλια. Στην τελική ναι, θέλω να κάνω 'ζωάρα' και ναι, για να κάνει κανείς ζωάρα θέλει να τα ζεις όλα ανεξάρτητα απ'το πόσο καλά ή κακά είναι. Άσε το μπλαζέ υφάκι χιλίων καρδιναλίων, και ρίξε λίγο τα τείχη που έχτισες γύρω σου με τόση προσοχή. Άσε έναν άνθρωπο να μπει, να σε γνωρίσει, να σε μάθει, να σε δει. Να δει ποια είσαι στ'αλήθεια κι άστον μετά να αποφασίσει αν του αρέσεις ή όχι. Αν προτιμά το είδωλο που με τόση μαεστρία παριστάνει εσένα αλλά δεν είναι εσύ τότε δεν άξιζε κοριτσάκι μου. Οι ψεύτικοι άνθρωποι πάντα θα διαλέγουν τις φτηνές απομιμήσεις του εαυτού σου. Εμείς όμως του υπερθετικού προτιμάμε το πρωτότυπο κι ας είναι κουρελιασμένο και μισοσπασμένο από την χρήση. Δεν έχει σημασία, είναι αληθινό.
. Μπλέξε με θρησκόληπτους που θα σου μιλάνε για το μεγαλείο του Θεού και με άθεους που θα συγκρίνουν τα μάτια σου με τον γαλαξία.  Με μαθηματικούς που θα γράφουν θεωρήματα για να υπολογίζουν τους χτύπους της καρδιάς σου όταν σ'έχουν αγκαλιά και φιλολόγους που θα σου διαβάζουν Ρίτσο όταν έχει πανσέληνο. Πιάσε φιλίες με την τρελή που ταΐζει τις γάτες όλης της περιοχής και στα γενέθλια της πάρτης δέκα κιλά γατο τροφή. Μάθε επιτέλους πως λένε τον παππού που κάθεται δίπλα σου κάθε μέρα στο λεωφορείο και ρώτα αν ήταν στρατηγός για να σου φύγει η απορία. Βγες όταν σου λένε να μείνεις μέσα. Κλείσε όλα τα παράθυρα και πιες ό,τι βρεις μπροστά σου ενώ η παρέα σε περιμένει. Πάρτον δέκα τηλέφωνα απλά για να του πεις πως σου έλειψε και όταν έρθει να σε δει άστον να περιμένει. Γράψε γαμάτα σε όλα τα μαθήματα και μετά κάψε όλα σου τα βιβλία με σαδιστικό χαμόγελο. Ζήσε τα πάντα στο μέγιστο, και ξέχνα ο,τι ξέρεις για τα video games. Στην καθημερινότητα restart δεν έχει, ούτε έξτρα ζωές. Ο,τι πρόλαβες πρόλαβες κοριτσάκι μου. Κι αν στο τέλος μετρήσεις τις στιγμές σου και σου βγούν λειψές να ξέρεις πως δεν φταίει κανείς άλλος, μονάχα εσύ.
Εσύ που δείλιασες.
Εσύ που δεν τόλμησες
Εσύ που συμβιβάστηκες
Εσύ που δεν προσπάθησες
Εσύ που είπες 'δε γαμιέται' και έκλεισες το τηλέφωνο.
Μην ψάχνεις γύρω γύρω να βρεις τον ένοχο γιατί ο δικός σου καθωσπρεπισμός και η δηθενιά της κοινωνίας σ'έφαγαν. Μην τους αφήσεις. Τα καλύτερα χρόνια είναι τώρα, μην τ'αφήνεις να περνάνε όντας θεατής. Βούτα στα βαθιά και κολύμπα όσο καλύτερα μπορείς, Εξάλλου οι καλοί ναυτικοί απ'΄τις φουρτούνες βγήκανε. 

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Sorry for the inconvenience

Στερεότυπα. Σε κανέναν δεν αρέσουν, είναι πλασμένος απ'την φύση του ο άνθρωπος να παριστάνει πως αντιπαθεί οτιδήποτε τον μαζικοποιεί. Ναι, είναι αλήθεια τα στερεότυπα και τα "σιχαινόμαστε" και τα απορρίπτουμε όχι όμως γιατί είμαστε ουμανιστές μέχρι το κόκαλο και πρεσβεύουμε αξίες όπως η αποδοχή της διαφορετικότητας και της μοναδικής ιδιοσυγκρασίας του καθένα. Ο λόγος είναι άλλος και πολύ πιο εγωκεντρικός θα έλεγα. Αφορίζουμε τα στερεότυπα γιατί όταν μας κατηγοριοποιούν  και μας κολλάνε ετικέτες παύουμε να είμαστε οι μοναδικοί, οι ανεπανάληπτοι, οι ξεχωριστοί, οι καλύτεροι, οι "special" όπως τόσο πειστικά μας έλεγε τόσα χρόνια η μανούλα μας!

Ούτε κι εμένα μ'αρέσουν τα στερεότυπα ( αντιδραστική μέχρις αηδίας) και για αυτό δεν  ευθύνονται ούτε η κοινωνική μου ευαισθησία ούτε η ηρωική Ελληνίδα μάνα που μέχρι και σήμερα προσπαθεί να με πείσει ότι είμαι δυο μέτρα γυναίκα. Κύριος υπαίτιος αυτής της αποστροφής είναι η διχασμένη ( ή ίσως και πολυχασμένη) μου προσωπικότητα που δεν μου επιτρέπει να καταταγώ κι εγώ σαν ευυπόληπτος πολίτης σε μια κατηγοριούλα!  Γιατί μην γελιέστε,κατηγοριούλες είναι και μάλιστα Β' θέσης. Πίσω στο θέμα όμως. Άλλοτε θα με δεις να κυκλοφορώ στην τρίχα, να διαβάζω ροζ άρλεκιν και να πίνω καφέ στην παραλιακή κι άλλοτε να κυκλοφορώ αχτένιστη με διαφορετικές κάλτσες και σκισμένα παπούτσια και ν'αράζω στον πιο απόμακρο τεκέ. Γι'αυτό δεν μ'αρέσουν τα στερεότυπα, γιατί δεν χωράω πουθενά. Όσο customizing κι αν κάνω στις ταμπελίτσες καταλήγω χωρίς κλίκα κάνοντας έτσι την ζωή σας δύσκολη που δεν ξέρετε που να με βάλετε βρε αδερφέ! Μην σας απασχολώ, εγώ έτσι κι αλλιώς το 'χω πάρει απόφαση πως πάντα κάπως θα περισσεύω κι ίσως το γουστάρω και λίγο! Μπείτε ο καθένας στην σειρά του, κάντε τσεκ-ιν και βουρ για την ταμπελοχώρα!

Οι υπόλοιποι θα πάνε να χωθούμε σε καμία ουτοπία και θα φροντίσουμε να 'χει συνέχεια βροχή -μην έρθετε, χαλάει το μαλλί! Α και, sorry for the inconvenience!

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Όταν βρέχει

Δεν σας έχω ανάγκη ρε. . Μια χαρά θα την έβγαζα και μόνη μου, με το κρασί μου, την μπαλκονάρα μου και την βροχή. Ταπ ταπ ταπ πάνω στο τζάμι. Κοιτάω έξω απ’το τζάμι και σκέφτομαι –γιατί σκέφτομαι; Δεν θα ‘πρεπε, καταλήγω πάντα με πονοκέφαλο. Ή είναι μήπως εκείνο το μεθύσι που ποτέ δεν τέλειωσε, το μεθύσι που ποτέ δεν θα τελειώσει; Η ζωή μου είναι ένα μεγάλο ποτήρι κι εγώ σαν αλλόκοτη αλκοολική ρουφάω με το καλαμάκι μου και την τελευταία γουλιά,μόνο που ποτέ δεν αδειάζει το ποτήρι, κι όλο γεμίζει, γεμίζει , γεμίζει… Πότε θα τελειώσει; Κουράστηκα. Άλλες φορές με πιάνει ζαλάδα και ναυτία κι αηδία και σας φτύνω όλους γιατί σας σιχαίνομαι κι άλλες πάλι με χτυπάει το κρασί κατακέφαλα κι αγαπώ όλο τον κόσμο, ακόμα και τον ρακένδυτο ρακοσυλλέκτη που βρωμάει κι αυτός μπύρα και απλυσιά και υπόνομο. Αυτόν, αυτόν τον αγαπώ παραπάνω, δεν έχει αυτούς τους  καθωσπρεπισμούς που ‘χετε εσείς ούτε εκείνο το σαρδόνιο χαμόγελο της ικανοποίησης. Ποια ικανοποίηση ρε μαζόχα, που ηδονίζεσαι με τον πόνο σου, και τον πόνο του, και τον πόνο μου; Ευτυχία. Μοιάζει μακρινή, σχεδόν ουτοπική.  Ίσως και να ‘ναι τι να πω, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως είμαι απ’τους ανθρώπους που θα ζήσουν για πάντα σ’αυτην την αιθαλομίχλη  της αηδίας και της αποτυχίας που όμως τελικά μόνο αποτυχία δεν είναι. Δεν βγάζω νόημα, δεν στέκουν αυτά που λέω, είμαι μεθυσμένη και δεν είμαι, είμαι τρελαμένη και δεν είμαι, είμαι καλά και δεν ειμαι, είμαι εδώ και δεν είμαι. Πού είμαι; Μ’έχασα στην στροφή για περιφερειακό εκεί που έτρεχα να πιάσω το κασκόλ που μου χάρισες, θυμάσαι; Σιγά μην θυμάσαι, τις φαντασίας μου ήταν όλα. Με ρωτούσαν όμως, κι εγώ έλεγα –δεν ξέρω αν ήταν από ντροπή ή από χαζομάρα ή από ναρκισσισμό- ότι ναι, «εκείνος μου το χάρισε» Κι όμως εκείνος –εσύ δηλαδή, εσύ είσαι ο εκείνος- ήσουν αστικός μύθος. Ξες, από κείνους που όλοι τους πιστεύουν και τους ψάχνουν και τρελαίνονται γιατί θέλουν να τους αποδείξουν αλλά τελικά όχι, δεν ήσουν ούτε αυτό. Δεν έβαλα καν την κουκούλα μου, βγήκα έτσι, με το σορτσάκι και τ’αμάνικο και τις κάλτσες μέσα από τις παντόφλες. Και το τσιγάρο, μόνιμος κάτοικος του στόματος μου λες κι  είναι οξυγόνο, δεν σβήνει ούτε κάτω απ’την μπόρα. Μαγεμένο τ’άτιμο, δεν θέλει ούτε να σβήσει ούτε να καεί ολοσχερώς θέλει μονάχα να καίει και να πέφτει η  στάχτη του σιγά σιγά, σχεδόν ηδονικά στο χέρι μου. Κι εγώ δεν θα λέω τίποτα, τι να πω; Ίσως κι εγώ καταβάθως να τον γουστάρω τον πόνο, είναι λες και τον αποζητάω. Πάντα θέλω αυτό που δεν μπορώ να έχω, αυτό που δεν γίνεται να ‘ναι δικό μου εξ ορισμού. Κι όμως, δεν πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα; Πρέπει, πως δεν πρέπει. Αλλά δεν είναι θαύματα αυτά, κατάρες είναι απ’τις πιο βαριές. Τα μάτια μου γυαλίζουν σαν διαμαντένιος ουρανός κι αναρωτιέμαι αν ποτέ με κοίταξε κανείς έτσι, μ’εκείνο το απόλυτο βλέμμα έρωτα κι απόγνωσης κι ανάγκης. Μ’είχε ποτέ κανείς άραγε ανάγκη; Εγώ δεν σας έχω ανάγκη, κανέναν σας. Το λέω και το ξαναλέω, το φωνάζω, ουρλιάζω. Κι έπειτα γελάω με την γελοιότητα της κατάστασης. Όλοι ξέρουν ότι λέω ψέματα. 

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Χέρι δεύτερο

Κάτω στο κέντρο υπάρχει ένα μικρό μαγαζάκι. Είναι υπόγειο κι απ’έξω μοιάζει πιο πολύ με κακοσύχναστο τεκέ παρά με «κατάστημα ενδυμάτων» όπως γράφει η ταμπέλα –ξύλινη παρακαλώ, χαραγμένη στο χέρι. Το είχα προσπεράσει δεκάδες φορές χωρίς να του δώσω καμία απολύτως σημασία. Τις λιγοστές φορές που έπεσε η ματιά μου πάνω σ’εκείνη την βαριά σιδερένια πόρτα δεν σκέφτηκα να κατέβω τα δύο σκαλοπάτια και να μπω μέσα, να δω τι μυστικά κρύβει τέλος πάντων αυτό το μαγαζί που έφερνε περισσότερο σ’αρχοντικό της δεκαετίας του ’50 παρά σε μαγαζί. Μια αποφράδα Δευτέρα όμως που ο Απρίλης αποφάσισε να χειμωνιάσει ξαφνικά κι έριχνε μια τρομερή βροχή βρήκα βιαστικά καταφύγιο κάτω απ’το υπόστεγο τούτου του παλιού αρχοντικού. Παράθυρα δεν είχε, ούτε βιτρίνα φυσικά και πολύ αμφέβαλλα ότι εκεί μέσα γίνονταν αθώες συναλλαγές που περιστρέφονταν γύρω από τζιν και δαντέλα,αλλά βλέπεις υπήρχε κι εκείνη η επιγραφή…. Πήρα μια βαθιά ανάσα κι είπα να το παίξω λίγο γενναία και να μπω μέσα. Εξάλλου η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει και χωρίς ομπρέλα ήμουν κολλημένη σ’εκείνο το καταθλιπτικό υπόστεγο. Έσπρωξα την σκαλιστή πόρτα που έτριξε στριγκά και μ’ένα ελαφρύ πηδηματάκι μπήκα μέσα. Ήταν θεοσκότεινα σ’εκείνη την υπόγεια τρύπα και επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μου πήρε λίγη ώρα να συνηθίσω το σκοτάδι και για να λέμε και το στραβού το δίκιο σ’εκείνα τα λιγοστά δευτερόλεπτα σκηνές από διάφορες ταινίες τρόμου που είχα δει περάσαν απ’το μυαλό μου και μου ‘ρθε να το βάλω στα πόδια, αλλά κράτησα χαρακτήρα. Ξαφνικά – και πάνω που είχα αρχίσει να συνηθίζω αυτήν την αέρινη πίσσα- ένα φως άναψε απ’το πουθενά. Κοίταξα γύρω μου σαστισμένη και κόντεψα να πάθω καρδιακό όταν ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο μου. Αυτό ήταν λέω, πάει! Έχετε γεια βρυσούλες τραγουδούσα από μέσα μου καθώς γυρνούσα επιφυλακτικά για να δω τον πιθανό δολοφόνο μου. Αυτό που αντίκρισα όμως απείχε μακράν απ’το το προφίλ του στυγνού εγκληματία.
Μια ηλικιωμένη καλοστεκούμενη μαθουσάλα μου χαμογέλασε γλυκά. «Θέλεις βοήθεια; Οι τιμές αναγράφονται στο καρτελάκι αλλά αν έχεις κάτι ανάλογης αξίας μπορείς να το ανταλλάξεις» Μου είπε κι εγώ την κοίταξα με απορία. «Μα καλά, τι είναι εδώ;» Ρώτησα. Η γραφική γριούλα –που αργότερα έμαθα πως τ’όνομα της είναι Σοφια- μου απάντησε με εξίσου σαστισμένο ύφος «Μαγαζί με ρούχα από δεύτερο χέρι!» Με το που άκουσα την φράση αυτή λες και πήραν μπρος τα γρανάζια του μυαλού μου κι επιτέλους παρατήρησα τις στοίβες ρούχων που με περικύκλωναν.  Ενθουσιασμένη περπάτησα τους διαδρόμους του μαγαζιού αγγίζοντας απαλά πότε μια μεταξωτή φούστα πότε ένα ξεθωριασμένο πουκάμισο  και πότε ένα παλιό δερμάτινο μπουφάν. Σύντομα άρχισα ν’αναρωτιέμαι πως κατέληξαν όλα αυτά τα ρούχα εδώ, παρατημένα σ’αυτήν την υπόγεια χώρα των Θαυμάτων. Όταν ρώτησα την Σοφία εκείνη μου αποκρίθηκε με πολύ φυσικότητα πως οι άνθρωποι πολλές φορές θέλουν να ξεφορτωθούν τις αναμνήσεις τους. Καθώς περιεργαζόμουν τα διάφορα ρούχα σκαρφιζόμουν τις ιστορίες που μπορεί να κρύβονταν πίσω από αυτά. Να, τούτη η στρατιωτική στολή θ’άνηκε σε κάποιον λοχαγό που πέθανε στον πόλεμο κι η γυναίκα του, μην αντέχοντας την θύμηση του χαμένου της έρωτα την ξαπόστηλε εδώ κάτω. Ή ίσως αυτό εδώ το μαύρο δερμάτινο να ήταν ιδιοκτησία κάποιας τρελαμένης που τελικά παράτησε την ροκ ζωή για να δουλέψει στην τράπεζα και τώρα έχει τρία παιδιά με κάποιον που ποτέ της δεν αγάπησε. Τόσες ιστορίες, τόσες σκέψεις, αναμνήσεις, συναισθήματα, όλα κρυμμένα πίσω από κουμπιά και ραφές και φερμουάρ!

Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα κι εγώ τελικά έφυγα χωρίς να αγοράσω τίποτα, γύρισα όμως ξανά με μια σακούλα με τα δικά μου παλιά ή αχρησιμοποίητα ρούχα.  Είχε έρθει η ώρα τους να πουν την δική μου ιστορία σε κάποιον άγνωστο που όμως θα με μάθαινε καλά μέσα απ’τα ριχτά φορέματα και τις φανταχτερές ζώνες.  Κάθε ρούχο έχει ένα παραμύθι να πει, αρκεί να το προσέξεις.


Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Το ψέμα του Αδάμ

Το θυμάμαι σαν χθες. Απ’το τίποτα ένα φως. Λευκό,εκτυφλωτικό,απ’τα βάθυ τ’ουρανού. Και ξαφνικά μετά μ’ένα φύσημα ο κόσμος όλος. Πνοή απ’την πνοή, ζωή μες την αιωνιότητα. Ήταν ωραία εκεί, στον Παράδεισο. Συντροφιά με τα δέντρα και τα ζώα και μόνο οδηγό το ένστικτο -κι αυτό ακόμα άδολο. Μα ο άνθρωπος σαν άνθρωπος πάντα θέλει κάτι παραπάνω. Εξάλλου η αμαρτία έχει χρώμα κόκκινο. Κι ήταν γλυκός ο καρπός και ζουμερός κι έτρεξε ο χυμός του στα χείλη της.
Από τότε περιφέρομαι, άγνωστος ανάμεσα σ’αγνώστους. Δεσμοφύλακας του κόσμου αυτού, έχω στο στέρνο μου κρυμμένο το κλειδί της Πύλης. Δεν θα μπορούσα να γυρίσω άραγε; Περιφέρομαι αιώνιος δέσμιος περασμένων εγκλημάτων. Στην Αθήνα του Περικλή, να τον βλέπω στην Αγορά. Παρέα με τον Μ.Αλέξανδρο σε κάποια σκηνή να πίνουμε κρασί κάπου στην Ανατολή. Κι ύστερα ταξίδεψα με την αδερφή του, την γοργόνα. Βρήκα την χαμένη Ατλαντίδα, έκανα τα πάντα για ν’αναδυθεί απ’τα κάτεργα κι έπειτα την έθαψα πάλι. Βρέθηκα πλάι στον Ιούλιο Καίσαρα την ώρα που ξεμπρόστιαζε τον Βρούτο, ακολούθησα τον Χριστό ως τα Ιεροσόλυμα, χόρεψα με τους Γάλλους επαναστάτες στους δρόμους του Παρισιού, μίλησα με τους Άγγλους πολιτικούς, προσπάθησα να λογικέψω τον Χίτλερ. Ήμουν εκεί, πάντα εκεί. Σιωπηλός, σχεδόν άυλος. Όμως εκεί, σιωπηλός παρατηρητής της ανθρωπότητας σ'όλες τις κρίσιμες και μη στιγμές της.

Λεπτή η γραμμή που χωρίζει την πραγματικότητα απ’τα όνειρα. Όλοι πιστεύουν πως το μόνο που θέλω είναι να γυρίσω πίσω στην Εδέμ μου. Μη γελιέστε,το μόνο που ήθελα πάντα ήταν να ‘μαι ελεύθερος.

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

Γκρι πρόβατα

Άσπρο και μαύρο, φως και σκοτάδι, καλό κακό. Επιτακτική ανάγκη της κοινωνίας μας η χρήση καλουπιών ώστε να φερόμαστε όλοι με έναν τρόπο παρόμοιο, να έχουμε αυτό το τόσο απαραίτητο κοινό σημείο αναφοράς. Ή καλός είσαι ή κακος, ή αριστερός ή δεξιός, ή χριστιανός ή άθεος, ή πατριώτης Έλληνας ή θέλεις το κακό της χώρας. Όλοι είναι όμορφα κατανεμημένοι στις ανάλογες κατηγορίες κι έτσι ο κόσμος έχει νόημα, οι αιώνιες διαμάχες συνεχίζονται και ο χρόνος κυλά. Τι γίνεται όμως με 'μένα, που δεν χωράω πουθενά; Που δεν θέλω να στριμωχτώ κάτω από ετικέτες; Που δεν με αντιπροσωπεύει τίποτα; Που δεν ανήκω ούτε στους μεν ούτε στους δε; Το γκρίζο πρόβατο. Τόσο κακό είναι πια το να 'χεις την δική σου προσωπικότητα, να διαφωνείς, να έχεις μια άποψη διαφορετική; Που είναι όλοι εκείνοι που μου μιλούσαν για διαφορετικότητα και αλληλεγγύη και σεβασμό; Κρύβονται πίσω από τα ταμπελάκια τους.
Δεν μπορείς να βάζεις ετικέτες στους ανθρώπους. Κανείς δεν είναι ολότελα καλός ή κακός,όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Ο σκοπός είναι να μπορεί ο καθένας μόνος του να σχηματίζει μοναχός του την γνώμη του, χωρίς να χρειάζεται τους 'σωτηρες-παντογνώστες'να τον καθοδηγήσουν με τις ταμπέλες τους.

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Η ιστορία των αγγέλων

Μερικές νύχτες κοιτάω τ'αστέρια κι αναρωτιέμαι τι είναι πραγματικά και πως κατέληξαν εκεί, στο τέλος τ'ουρανού μου.  Η επιστημονική τους εξήγηση δεν με κάλυπτε, δεν μπορούσε κάτι τόσο όμορφο να είναι μόνο φλόγες και γη, έπρεπε να έχει λίγη μαγεία. Στα οκτώ μου αποφάσισα πως ήταν άγγελοι κι έχτισα μόνη μου το δικό μου παραμύθι. Τ'αστέρια ήταν κάποτε άγγελοι. Άγγελοι με καρδιές καλοσυνάτες που σκορπούσαν απλόχερα το φως τους χωρίς να ζητάν τίποτα σ'αντάλλαγμα. Αλλά οι άνθρωποι τυφλωμένοι από την ματαιοδοξία και την ζήλια τους, τους κυνήγησαν, τους βασάνισαν και τους έδιωξαν. Οι άγγελοι δεν αντιστάθηκαν, κανένας σκληρός λόγος δεν βγήκε από τα χείλη τους και δεν υπήρξαν αντίποινα. Ο άνθρωπος ξέπεσε, όχι όμως επειδή δάγκωσε τον απαγορευμένο καρπό. Ο παράδεισος χάθηκε όταν χάθηκαν οι άγγελοι, όταν χάθηκε η καλοσύνη. Ο παράδεισος χάθηκε με την εξορία των αγγέλων. Κι όμως, τ'αστέρια συνεχίζουν να σκορπίζουν το φως τους. Αδύναμο μεν, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την γη, η λάμψη τους όμως είναι ακόμα εδώ.
Μεγάλωσα από τότε, ωρίμασα. Κι όμως αυτή η ιστορία για την χαμένη Εδέμ και τους εξόριστους αγγέλους μου μοιάζει τόσο αληθινή. Φαντάζομαι όλοι μας έχουμε τα δικά μας παιδικά παραμύθια, ιστορίες που φτιάξαμε ως παιδιά για να μη φοβόμαστε την νύχτα, για να καταλάβουμε τον κόσμο γύρω μας, για να νιώσουμε 'μεγάλοι'. Ίσως όντως τ'άστρα να 'ναι άγγελοι, και ίσως πραγματικά να χάσαμε την αιώνια ζωή για πάντα, όμως υπάρχουν ακόμα κι  επίγειοι 'άγγελοι'. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που με τις απλές καθημερινές τους πράξεις δείχνουν πως δεν εξαφανίστηκε η ανθρωπιά κι ούτε θα εξαφανιστεί όσο δύσκολοι κι αν είναι οι καιροί. Σ'αυτούς τους ήρωες πιστεύω πλέον εγώ, που το εσωτερικό τους άστρο λάμπει πιο λαμπρό κι απ'την μεγάλη άρκτο. 

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Τελευταίος απολογισμός της νύχτας

Είναι κάτι νύχτες σκοτεινές,λες και το φεγγάρι φοβήθηκε να βγει σεργιάνι και κρύφτηκε στ'ονειρωτό παλάτι του. Τι να βγει να μας πει άλλωστε; Κανείς δεν τ'ακουέι. Τέτοιες νύχτες μαύρες οι άνθρωποι τις φοβούνται. Κλείνονται στα σπίτια τους, αμπαρώνουν πόρτες και παράθυρα και ανάβουν όλα τα φώτα λες και θέλουν να ξορκίσουν το σκοτάδι που κάτι φαίνεται να κρύβει. Μόνο οι ερωτευμένοι τις απολαμβάνουν αυτές τις νύχτες, οι κρυφοί εραστές. Ξεμυτίζουν σιωπηλά από τα σπίτια τους και περπατάνε χερι χερι κι άφοβα τα έρημα σοκάκια, δίχως να ανησυχούν για το ποιος θα τους δει και τι θα πει. Μόνο οι ερωτευμένοι τις απολαμβάνουν αυτές τις νύχτες, οι ερωτευμένοι κι εγώ. Εγώ, που από παιδί άναβα όλα τα φώτα στο σπίτι , να φωτίσω και τις πιο απόμερες γωνιές. Όμως νύχτες σαν την αποψινή τις γουστάρω, δεν με τρομάζουν
Κάθομαι και κάνω απολογισμό. Ποιοι έμειναν, ποιοι έφυγαν, ποιους έδιωξα εγώ και ποιοι άξιζαν να μείνουν. Πατάω τα πλήκτρα με μανία όσο οι εικόνες προσώπων περνούν μπροστά απ'τα μάτια μου σαν κινηματογραφική ταινια, μόνο παιγμένη ανάποδα. Γέλια, πειράγματα, κλάματα, φωνές. Και μετά,τι; Μετά ησυχία. Τους έδιωξα όλους. Τι να τους κάνω; Μόνη στα δύσκολα, μόνη και στα εύκολα. Ξέρω, δυο-τρια ζευγάρια μάτια θ'απορήσουν τώρα κι αυτό το μόνη θα τους ξινήσει. Ναι,δίκιο θα'χουν. Είχα τους ανθρώπους μου, μόνη ποτέ δεν με αφήσαν. Όλοι οι άλλοι όμως; Που ήταν όλοι εκείνοι που υπόσχονταν αιώνια αγάπη; Που είναι τα 'για παντα' τους, τα 'θα εκανα τα παντα για σενα'; Τα πήρε ο άνεμος και τα σκόρπισε σαν τα φύλλα που έφερε τώρα ως το παράθυρο μου. Λόγια του αέρα στην κυριολεξία. Καλύτερα όμως έτσι, ποτέ δεν μου άρεζε να δίνομαι εκεί που δεν αξίζει να δοθώ.  Kάποιες φορές με παίρνει από κάτω, με τρώει αυτό το ρημαδογιατί. Γιατί έτσι ξαφνικά, γιατί χωρίς λόγο, γιατί αυτήν, γιατί τότε, γιατί γιατί γιατί... Ξυπνάει τότε ο άλλος μου εαυτός, ο 'εξυπνακιας' και μου απαντά. Για να είσαι καλύτερα, γιατί δεν τους είχες ανάγκη, γιατί αξίζεις περισσότερα. Ωραία τα λέει στην αρχή...μετά το πιάνει το εγώ μου μια ειλικρίνεια σωστό φαρμάκι. Γιατί μόνη σου τους έκανες να φύγουν, γιατί δεν εκτίμησες, γιατί δεν προσπάθησες. Πετιέμαι πάλι τότε και με κόβω.

Μην ανησυχείς, λεω. Μην τρως το κεφάλι σου με τόσα γιατί, απάντηση δεν θα βρεις. Γιατί έτσι έγινε και μην το ψάχνεις άλλο. Και σιωπά ο εξυπνάκιας που 'χω μέσα μου... Είμαι σίγουρη, σύντομα κάτι θα βρει να πει, κάτι να αντιτείνει - πάντα θέλει να λέει την τελευταία κουβέντα. Μέχρι τότε όμως θα 'μαι ήρεμη. 

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Από φόβο

 Από φόβο.
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ένα ατελείωτο παιχνίδι ρόλων, που όμως δεν ξέρεις αν οι υποκριτές υποδύονται τους εαυτούς του ή καποιον ξένο. Δεν είναι σωστή ερώτηση πια το πώς είσαι, το ποιός είσαι είναι σωστότερο.
Ποιος είσαι λοιπόν;
Τολμάς να μοιραστείς τον εαυτό σου με άλλους, να δείξεις όλα τα κομμάτια του εαυτού σου, σπασμένα και μη;
Θέλει πολύ θάρρος, να το θυμάσαι. Και λίγοι το έχουν αυτό το θάρρος. Γεμίζουμε δωμάτια με ανθρώπους που λένε ότι μας αγαπάνε, κι εμείς του πιστεύουμε γιατί δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε. Δείχνουμε μικρά κομμάτια το εγώ μας, ασήμαντα κομμάτια που δεν κρύβουν ιστορίες και μυστικά και πάθη και κλάματα και χαρές, κομμάτια που δεν μας αντιπρωσοπεύουν πραγματικά, απλά γιατί φοβόμαστε.  Φοβόμαστε την μοναξιά, κανείς δεν θέλει να 'ναι μόνος του
Με πόσα λίγα συμβιβάστηκες εξαιτίας αυτού του φόβου; Ή μήπως εσύ είσαι από 'κείνους τους ανθρώπους που τους σέρνει άλλος φόβος απ'την μύτη, η σιγουριά;
Για ένα σίγουρο μέλλον πέταξες τα καλύτερα σου χρόνια
Για μια σίγουρη δουλειά διέγραψες τα όνειρα σου
Για μια σίγουρη σχέση έσβησες τους έρωτες σου
Μας τρομάζει η αβεβαιότητα.
Πόσο ψεύτικους τους βλέπω όλους. Χαρακτήρες φανταστικοί κι ανύπαρχτοι, υπολείμματα ονείρων. Δεν τους κάνει την χάρη η αντανάκλαση να ανταποδώσει το παγωμένο χαμόγελο κι ο  καθρέφτης σπάει. Διαλύεται σε χίλια κομμάτια. Κι από φόβο, από φόβο μην μείνουν μόνοι, μην ξεχαστουν, μην ξεβολευτούν, μην χαθούν, μαζεύουν τα κομμάτια με ευλάβεια.
Πώς μπορούνε άραγε, να κάνουν τόσα από φόβο; Ιδέες πεθαίνουν κάθε μέρα από φόβο, και φλογερά πάθη καταβρέχονται με ορθολογισμό και λογική, και αφέλεια κι ανεμελιά γκρεμίζονται στο όνομα του φόβου και της λογικής. Φωτιές σε δρόμους, από φόβο. Ησυχία στα σπίτια, από φόβο. Σκυμμένα κεφάλια, από φόβο. Υπακοή, από φόβο. Σιωπή, από φόβο. Κι όταν απ'τον τόσο φόβο μείνετε ένα τίποτα, μην μου πείτε πως δεν σας προειδοποίησα.Θα σας αδειάσει ο φόβος, κάθε τι ζωτικό θα χαθεί και θα μείνετε κενοί. Και μόνοι, κι αβέβαιοι, και ξεχασμένοι. Ο ίδιος φόβος που σας έδεσε,ο ίδιος φόβος σας τελειώνει. Εγώ μιλάω, κανείς ομως δεν ακούει.


Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Concealed hypocrisy

Θέλουν να τους μιλήσουμε για το διαφορετικό, να το υποστηρίξουμε, αλλά όχι -όχι έτσι! Υποστηρίζουμε λάθος, δεν είναι όλα τα διαφορετικά ίσα κι όμοια. Άλλους τους στηρίζουμε για να δείξουμε πόσο ανώτεροι είμαστε, πόσο εξελιγμένοι είμαστε, μα όταν η προαναφερθείσα διαφορετικότητα δεν περιορίζεται σε χρώματα και γλώσσες όταν επεκτείνεται σε πολιτικές πεποιθήσεις και θρησκεύματα και στον έρωτα, τότε δεν είναι πια διαφορετικότητα,είναι απειλή. Σαπίλα φίλες μου, σαπίλα και υποκρισία. Γιατί βέβαια, είσαι ρατσιστής άμα χαρακτηρίσεις κάποιον 'μαύρο'. Τι πάει να πει μαύρος, θα σου πουν; Άνθρωπος είναι κι αυτός όπως εσύ, απαντάνε με περισπούδαστο ύφος. Μα είπα εγώ ποτέ μου ότι δεν είναι άνθρωπος; Εσείς οι ίδιοι μόνοι σας βάλατε ταμπελάκια στις λέξεις. Ναι ρε γαμώτο, το δέρμα του έχει το χρώμα της σοκολάτας, κι εγώ έχω το χρώμα που 'χουν τα στάχια κι η κολλητή μου είναι ολόλευκη σαν το χιόνι, και υπάρχουν κι άλλη άνθρωποι που είναι 'χουν το χρώμα των δειλινών. Και τι μ'αυτό; Εγώ ανέφερα ένα χρώμα, αυτό ήταν όλο. Αυτοί που μου το παίζουν ανώτεροι και σπουδαγμένοι, αυτοί μετέτρεψαν τον όρο 'έγχρωμος' σε κάτι υποτιμητικό. Όλοι μας έγχρωμοι είμαστε, άνθρωπο ασπρόμαυρο δεν είδα ποτέ μου. Μας ζαλίσατε πια με την δήθεν αποδοχή σας, με την δήθεν αλληλεγγύη σας και με την δήθεν ειλικρινή συμπαράσταση σας. Βλέπω πέρα απ'τα σφιγμένα σας χαμόγελα, πέρα από τους βαθυστόχαστους λόγους σας, πέρα από τα πρόσκαιρα σχέδια σας για 'Ένωση Όλων Των Λαών'. Να 'χατε λίγη τσίπα να μην προβάλατε πράγματα που δεν πιστεύετε ρε γαμώτο! Μη μασάς, όταν σου λένε να αποδεχτείς εννοούν μόνο αυτά που δέχονται οι ίδιοι. Κομπλεξικοί είναι καταβάθως, απλά μάθανε να καλύπτουν την υποκρισία τους κάτω από πολλά στρώματα "αποδοχής"!

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Τ'ωραιότερο φεγγάρι του Φλεβάρη.

Έχει πανσέληνο. Έτσι νομίζω δηλαδή, όπως βλέπω το φεγγάρι να ξεπροβάλλει πίσω από τις κεραίες. Τέτοιες νύχτες είναι που πιστεύω στον Θεό, γιατί αν δεν είναι θεϊκό το χέρι που 'στειλε αυτό τον φεγγάρι να ρίξει την χλομάδα του πάνω από την Θεσσαλονίκη τότε δεν ξέρω ποια  άλλη συγκυρία έφερε αυτόν τον ασημένιο παράδεισο πάνω στις γκρίζες ταράτσες. Είναι όμορφη πόλη η Θεσσαλονίκη μου, κι όμως τις νύχτες βγάζει μια ανεξήγητη μελαγχολία. Ίσως να 'ναι η θάλασσα, ίσως να 'ναι που εμείς οι Βόρειοι πάντα καιγόμαστε μέσα μας παρά το κρύο ή ίσως φταίει που είναι πολλές οι σκέψεις μου απόψε και με πνίγουν. Κάθισα στην ταράτσα, πρώτη φορά μόνη. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί πάνω και κοιτούσα τον ουρανο μα ξέρω ότι σύγκρινα κάθε αστέρι με τα μάτια σου κι  όμως κανένα δεν βρήκα να τους μοιάζει στην λάμψη. Πολύ κοινότυπο από μέρος μου να σε συγκρίνω με τ'άστρα -συγχώρεσε με. Δεν είναι το στυλ μου, συνήθως κρύβω τον ρομαντισμό μου πολύ καλύτερα. Δεν είμαι δα και τόσο ρομαντική. Είναι όμως που μου λείπεις. Είναι που ξυπνάω ώρες περίεργες κι εύχομαι μ'όλη μου την ψυχή να 'σουνα δίπλα μου να πάρεις μακριά τους εφιάλτες.  Αναρωτιέμαι πόσα βολεμένα ζευγαράκια χουχουλιάζουν αγκαλιά απόψε και δίνουν υποσχέσεις αιώνιας αγάπης. Τους βλέπω καθημερινά σε παγκάκια και πλατείες και πάρκα και θέλω να πάω
να τους πω, να τους εξηγήσω.  Να τους πω ότι η μικρή τους αιωνιότητα δεν θα είναι τόσο παντοτινή όσο πιστεύουν. Αλλά δεν το κάνω, δεν θέλω να γίνω κακιά. Η ζήλια ποτέ δεν οδήγησε πουθενά. Αστείο να ζηλεύω άγνωστους μα τι άλλο μπορώ να κάνω; Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βολοδέρνω και να καίγομαι και να λιώνω και να αναρωτιέμαι αν εμένα με έχει αγαπήσει κανείς όπως αγαπάω εγώ. Ολοκληρωτικά. Δεν αγαπώ πολλούς, μα όταν το κάνω είναι για πάντα, είναι βαθύ και είναι αληθινό. Και δεν σας μιλάω για έρωτες και γκόμενους, για αγάπη  μιλάω. Ένας φίλος μου είπε πως ήδη έχω χάσει το παιχνίδι έτσι, μα εγώ θεωρώ πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος ν 'αγαπάει κανείς. Ναι, μπορεί να με καίει αυτός ο έρωτας και να νιώθω τόσο κενή όταν μας χωρίζουν τόσα πολλά αλλά δεν θα το άλλαζα με τίποτα στον κόσμο. Δεν θα το δεις αυτό, και λυπάμαι και τα ένα- δυό άτομα (ναι Ζωή, εσένα λέω. Και την Κατερίνα.) που θα το διαβάσουν αλλά ρε παιδιά, έχει αυτό το φεγγάρι, πώς να μην τον αγαπώ με τέτοιο φεγγάρι;





Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Μια γραμμή αλλιώτικη απ'τις άλλες

Πώς να χαράξεις την δική σου πορεία μέσα σ'αυτόν τον συρφετό ανθρώπων; Πώς να ξεχωρίσεις το εγώ σου ανάμεσα σε τόσους άλλους; Ποια φωνή είναι δική σου τελικά; Ακολουθείς στ'αλήθεια τα δικά σου όνειρα; Είναι οι δικές σου επιθυμίες που σε τραβάνε, σε σπρώχνουν, σε ταλαιπωρούν ή μήπως κάποιου άλλου; Σου επέβαλαν το δικό τους χαμένο μέλλον, τα δικά τους κολλημένα 'πιστευώ' με τόσο σθένος που τελικά τα πέρασες για δικά σου. Μην μπερδεύεσαι όμως. Να ρωτάς μα κυρίως να αναρωτιέσαι. Να εμπιστεύεσαι μα να μην πιστεύεις τυφλά. Μην τους αφήνεις να σε κάνουν ίδιο μ'αυτούς. Τι κι αν πάντα σε περιφρονούν; Εσύ ξέρεις την αλήθεια για αυτό μην επαναπαύεσαι σε μια βολεμένη ζωή που δεν φτιάχτηκε για εσένα, διεκδίκησε αυτό το παραπάνω που σου λείπει τις νύχτες, αυτή την ελευθερία που σου κλέψαν, αυτό το όνειρο που στοιχειώνει τα βράδια σου. Μην μείνει ο πόθος σου αμίλητος. Η Εδέμ δεν χάθηκε, αυτή την έχασαν. Είναι φαντάσματα του παρελθόντος, ξοφλημένοι ποιητές που ζουν σ'έναν κόσμο ολότελα δικό τους. Εν τέλει, γιατί να γίνεις σαν κι αυτούς; Έχεις το δικό σου βασίλειο να κυβερνάς, ένα βασίλειο που πιόνια και Βασίλισσες βρίσκονται όλοι μαζί παραταγμένοι στην ίδια γραμμή. Τη γραμμή στην άκρη του ονείρου. 

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Τικ Τοκ

Η μέρα διαδέχεται την νύχτα, ο χειμώνας το καλοκαίρι και γρήγορα τα εφτάωρα στο σχολείο μετατρέπονται σε εφτάωρα στην δουλειά. Ο χρόνος κυλάει, είτε το θέλουμε είτε όχι. Τικ Τοκ. Στα δεκαπέντε μου τρέχω σαν την τρελή να προλάβω. Ιδιαίτερα για το σχολείο, για να έχω καλούς βαθμούς, για να πετύχω. για ένα 'μέλλον΄. Ιδιαίτερα στις ξένες γλώσσες, για να μπορώ να φύγω εξω, για να έχω εφόδια. Διάβασμα, διάβασμα και πάλι διάβασμα. Σαν δεσμοφύλακας στέκεται το ρολόι από πάνω μου, τικ τοκ τικ τοκ τικ τοκ. Δεν θα προλάβεις μου λέει. Μη πάρεις ανάσα τώρα,να τελειώσεις, να τελειώσεις τα μαθήματα σου. Τόσος κόπος, τόσο άγχος κι όλα αυτά γιατί; Για ένα μέλλον αβέβαιο και θόλο, ένα μέλλον που δεν μου το κλέψαν μέσα από τα χέρια γιατί η δική μου η γενιά δεν πρόλαβε ποτέ να το κρατήσει. Και το ρολόι τρέχει,μετράει.  Από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου με κυνηγούσε ο Χρόνος, ασταμάτητος και άτρωτος μπροστά στα ανθρώπινα όπλα. Δεν υπάρχει θάνατος μήτε ζωή χωρίς τον Χρόνο. Πάντα θέλουμε λίγο παραπάνω, λίγα λεπτά χάρισμα. Μα ο παντοδύναμος Χρόνος δε χαρίζεται. Αυτός είναι τα πάντα, αυτός είναι που καθορίζει το παιχνίδι. Κινεί τα πούλια στην σκακιέρα,βρίσκεται πίσω από τα κρυμμένα προσωπεία. Όλοι θέλουν να τον ξεγελάσουν, μα κανείς δεν μπορεί. Τικ Τοκ Τικ Τοκ. Κι εγώ μόνο με δεκαπέντε χρόνια στην πλάτη μου συνεχίζω να τρέχω στο ασταμάτητο εμβατήριο του κι αναρωτιέμαι πόσο ακόμα θα αντέξω που ήδη κουράστηκα; Κι αφου ο χρόνος μας είναι περιορισμένος τι είναι προτιμότερο; Να τρέχουμε για να προλάβουμε να ζήσουμε όσα περισσότερα μπορούμε ή να απολαύσουμε την διαδρομή ρισκάροντας όμως το να μην ζήσουμε αρκετά;
Salvador Dali -The persistence of memory .       

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Η τέχνη του 'φαίνεσθαι'

Θέλει πολύ ταλέντο για να τελειοποιήσει κανείς την τέχνη του φαίνεσθαι, να καλύψει το είναι του τόσο πειστικά που κανείς να μην το βλέπει, ούτε καν ο ίδιος του ο εαυτός. Λίγη υποκρισία εδώ, λίγη διπροσωπία εκεί και τσουπ σύντομα δεν αναγνωρίζεις πια το είδωλο που σε κοιτάει στον καθρέφτη. Το κοιτάς απειλητικά γιατί σου μοιάζει ξένο. Συνεχίζεις την παρωδία σου, αυτό το τσίρκο της ψευτιάς  και θάβεις τα πραγματικά θέλω και πιστεύω σου όλο και βαθύτερα. Μην τυχόν τα ανακαλύψει κάποιος, μη τύχει και γνωρίσουν τον πραγματικό σου εαυτό γιατί αν δεν είσαι στ'αλήθεια σαν αυτούς δεν θα σε θέλουν. Έτσι σκάβεις, σκάβεις, σκάβεις όλο και βαθύτερα ώσπου τελικά το όνειρο σου γίνεται πραγματικότητα. Ίδιος κι απαράλλακτος με όλους εκείνους που κάποτε κορόιδευες, με όλους εκείνους στους οποίους αργότερα ήθελες να μοιάσεις. Γιατί όμως δεν νιώθεις ικανοποίηση; Μην κοιτάς στον καθρέφτη, δεν είσαι εσύ πια. Πάρε τα χέρια σου, βάλτα μες το γυαλί και πνίξε την αντανάκλαση σου. 
Και τώρα αναρωτήσου, ήταν το  φαίνεσθαι αυτό που σκότωσες ή το είναι; 

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Idk.

People are afraid of the dark and everything it has to do with it. They avoid darkness in all costs, thinking something (or someone) is hiding beaneath the shadows. I'm different. The light scares me. Everyone can put on a happy mask and embraced by the soft rays of the sun, pretend. People pretend they're happy with their lives, content with their jobs, in love with their lovers... But in reality it's all just a lie hiding behind the sun, behind it's warmth and ligh.t And someday the sun, like all stars will explode and drown this world and every other world in our solar systerm under waves and waves of fire, consuming everything. That's when they'll crave for darkness, the darkness that saves only disobeyent souls like mine.